Δεν πρέπει να λησμονούμε πως οι επιταγές της τέχνης της εποχής πρόσταζαν τον διαχωρισμό των Θεών από τους ανθρώπους, οι απεικονίσεις των θεών πάντα διατηρούσαν αυτό το στοιχείο της απόμακρης Ολύμπιας λευκής γυμνότητας. Ο Άρης πολύ συγνά εμφανίζεται με δόρυ, κράνος και ασπίδα αλλά σε καμία περίπτωση δεν φορά πλήρη εξάρτηση της εποχής, το ίδιο συμβαίνει και με τις αναπαραστάσεις της Αθηνάς η οποία κατά βάση παρόλο τον οπλισμό της παραμένει μία εξιδανικευμένη γυναικεία φιγούρα ντυμένη με ιματίων. Το πνεύμα της εποχής ήταν ακόμη ισχυρά επηρεασμένο από την Ομηρική αντίληψη της απέριττης ηρωικότητας που ταυτίζονταν με την καθάρια θεϊκή γυμνότητα. Η ηρωϊκότητα, το θάρρος, η τόλμη, η αποφασιστικότητα και γενικά η αρειμάνια διάθεση δεν είχε ανάγκη να βασιστεί από υπερφορτωμένη πολεμική εξάρτηση. Εξάλλου οι θεοί στην Κλασσική Ελληνική αρχαιότητα δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν την ουράνια μακαριότητα του Ολύμπου για να εμπλακούν σε τέτοιο βαθμό στα γήινα πολεμικά δρώμενα, απαρνούμενοι τον άνετο ιματισμό τους για της βαριά ανθρώπινη πολεμική εξάρτηση απαραίτητη στα πεδία των εμφύλιων μαχών μεταξύ των Ελληνικών πόλεων.
Οι κοσμοϊστορικές αλλαγές που θα λάβουν μέρος τον επόμενο αιώνα με την δημιουργία του απέραντου Ελληνιστικού κόσμου θα αλλάξουν το καθεστώς σκέψης και αντίληψης του κόσμου. Με την φθορά των Κλασσικών προτύπων του εξιδανικευμένου κόσμου, η τέχνη των Ελλήνων θα προσπαθήσει να απεικονίσει την ανθρώπινη φύση των πραγμάτων, θα τονιστεί ο ρεαλισμός της, η αγωνία της και η δραματικότητα των συνθέσεων της. Στους Αλεξανδρινούς αιώνες, οι θεοί θα γίνουν περισσότερο ανθρώπινοι και καθημερινοί ενώ θα αρχίσει μία διαδικασία κατά την οποία όλο και περισσότερο θα ακολουθούν ανθρώπινα μοτίβα, θα εξανθρωπίζονται. Έτσι λοιπόν ο Άρης θα αντικαταστήσει την Κλασσική του περιβολή και θα φορέσει την τυποποιημένη στολή των Ελλήνων μισθοφόρων ή αργότερα την στολή των Ρωμαίων λεγεωνάριων. Όπως θα αναλυθεί στην πορεία, αυτή η τάση απεικόνισης των θεών, Ελληνικών ή μη, θα ξεκινήσει από τους Ελληνιστικούς χρόνους και τα πρώτα δείγματα του εικαστικού αυτού νεωτερισμού θα εντοπιστούν στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας και Αιγύπτου.
Αν και δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο όσο αφορά την χρονική διαδοχή, το πρώτο άγαλμα που αναπαριστά θεό με πλήρη στρατιωτική στολή της εποχής είναι ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Το μικρό αυτό αγαλματίδιο εικονίζει τον Θεό Ήλιο Αλέξανδρο να φορά πλήρη εξάρτηση, είναι ντυμένος με μυώδη θώρακα και με πτέρυγες να καλύπτουν τους ώμους και τα κάτω άκρα. Ίσως να αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο βασίστηκαν πληθώρα καλλιτεχνημάτων ιδίας θεματολογίας από την Αλεξανδρινή μέχρι την Βυζαντινή εποχή. Ακόμα πιο πίσω, ίσως το άγαλμα αυτό να ήταν ένα ακόμα εξελικτικό στάδιο της δημιουργικότητας του Λύσσιπου, του προσωπικού γλύπτη του Αλεξάνδρου. Στην εν λόγω μπρούτζινη σύνθεση ο Αλέξανδρος ως θεός αναπαρίστανται να φορά την Αιγίδα της Αθηνάς, πράγμα ασύλληπτο για την Κλασσική ιδιοσυγκρασία όπου ακόμα και οι πετυχημένοι στρατηγοί των Περσικών πολέμων αναπαριστούνταν με θεϊκή ηρωική γύμνια. Ένας ακόμα Ελληνιστικός θεός της Αιγύπτου με ιδιαίτερη δημοφιλία ήταν ο Ήρων, ένας ιππικός θεός ηλιακής φύσεως ο οποίος φορά μόνιμα την Αλεξανδρινή μισθοφορική του στολή. Από την νεόφερτη αυτή καλλιτεχνική τάση δεν ξέφυγαν ούτε οι ντόπιοι θηριόμορφοι αφού ενσωματώθηκαν ομαλά στο λατρευτικό πολυσυλλεκτικό λατρευτικό σύστημα του Πτολεμαϊκού βασιλείου της Αιγύπτου. Έτσι λοιπόν ο γερακόμορφος θεός Ώρος θα απεικονιστεί με την ενδυμασία Έλληνα οπλίτη, μία εικόνα που θα αναπαράγεται στην περιοχή αυτή και στα μετέπειτα Ρωμαϊκά χρόνια. Ο ταυρόμορφος Άππις θα φορέσει και αυτός στολή Ελληνορωμαϊκού τύπου και στολή Ρωμαίου αξιωματικού, ο κυνοκέφαλος Ανούβις θα ακολουθήσει την ίδια ενδυματολογική μόδα. Εκτός από την περιοχή της Αιγύπτου ανάλογες εικαστικές προτιμήσεις θα γνωρίσουν άνθηση και στην περιοχή της Συρίας, και εδώ χρονολογικά η ενδυματολογία των ντόπιων θεών θα αλλάξει από τα τέλη του 3ου π.Χ και θα συνεχιστεί στους Ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους. Το σημαντικό στοιχείο είναι πως τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας πριν την έλευση των Ελλήνων δεν υπήρχε γηγενή καλλιτεχνική παράδοση στην απεικόνιση θεών με τοπικού τύπου στρατιωτική εξάρτηση. Ανάγλυφα, ζωγραφιές και προϊόντα αγαλματοποιίας μαρτυρούν την παρουσία ντόπιων Συριακών θεών να υπηρετούν τους λατρευτές τους ντυμένοι με στολές Ελλήνων και αργότερα Ρωμαίων μισθοφόρων της εκάστοτε περιόδου. Οι πόλεις της Hatra, του Haran, της Παλμύρας και της Δούρας προσφέρουν πληθώρα περιπτώσεων τοπικών οικογενειακών ή κοινοτικών θεών οι οποίοι μετά την Ελληνική παρουσία στην περιοχή αρματώθηκαν σύμφωνα με τα ενδυματολογικά πρότυπα των Ελληνικών στρατευμάτων. Ιδιαίτερη μνημεία πρέπει να γίνει στους αρσενικούς και θηλυκούς θεούς της Παλμύρας (Tadmor), οι οποίοι αρέσκονται να παρουσιάζονται σε συνδυασμούς τριάδων και παρουσιάζουν μία εμμονή με τι στρατιωτικές ενδυμασίες. Από το 1ο μ.Χ αιώνα με την ένταξη της πόλεως στα πολεοδομικά και πολιτιστικά πρότυπα της Ελληνικής Πόλεως οι παραδοσιακές κοινωνικές και οικονομικές δομές άλλαζαν με αποτέλεσμα μεταξύ άλλων οι οικογενειακοί και φυλετικοί θεοί της πόλεως (πάνω από 60) να αρχίσουν να ενοποιούνται, μία διαδικασία που θα συνεχιστεί και στους επόμενους αιώνες. Οι τριάδες των θεών αναπτύσσονται συνδυαστικά γύρω από τον μεγαλύτερο κοινοτικό θεό της Παλμύρας τον Bel, οι επιμέρους θεοί που τον περιτριγυρίζουν είναι ο Aglibol, ο Malakbel, ο Βaalshamin, ο Ιarhibol, η Astarti, η Atargatis, η Allat-Nemesis,ο Shadrafa και ο Arsu. Πολλές φορές κάτω από τις ενοποιητικές τάσεις των αυτοκρατορικών χρόνων οι θεοί αυτοί ταυτίζονται και ο διαχωρισμός τους γίνεται προβληματικός. Ο πιο διαδεδομένος συνδυασμός τριάδας εντός και εκτός Παλμύρας αποτελούνταν από τους Βel, Aglibol και Iarhibol οι οποίοι σε ανάγλυφα παρουσιάζονται πάνοπλοι με ξίφη, με δόρατα και με Ελληνιστικού τύπου λινοθώρακα ενισχυμένο με ομοιόμορφες μικρές μεταλλικές πλάκες (πρόγονος του μετέπειτα βυζαντινού Κλιβάνιου). Αντιπροσωπευτικό της τριάδας είναι η ανάγλυφη αναθεματική στήλη του 1ου μ.Χ αιώνα που βρέθηκε στα όρια αρχαίου δρόμου (περιοχή Wadi Miyah) που οδηγούσε στην Παλμύρα αλλά και η ανάγλυφη τριάδα με την γυναικεία φιγούρα στον μεγάλο ναό του Bel μέσα στην πόλη.
Πιο ανατολικά, η πόλη της Δούρα παρουσιάζει μία πληθώρα Συριακών και Ελληνικών θεών-στρατιωτών που εμφανίζονται στο προσκήνιο κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους. Τον πρώτο αιώνα π.Χ η πόλη θα δεχθεί σταδιακά πολλαπλά μεταναστευτικά κύματα από τις γύρω περιοχές με αποτέλεσμα το στρώμα της Ελληνικής αριστοκρατίας και γενικότερο το Ελληνικό στοιχείο να μειώνεται συνεχώς μέχρι να εξαφανιστεί στις αρχές του 3ου μ.Χ αιώνα με την εγκατάσταση των Ρωμαίων. Μαζί με τους μετανάστες εισήλθαν στην πόλη Συριακές θεότητες, πολλές από αυτές Παλμυρικής καταγωγής. Παρόλα αυτά η Παλμυρική κοινότητα θα παραμείνει μικρή καθόλην την περίοδο της Παρθικής κυριαρχίας της πόλεως για να αυξηθεί δραματικά μετά την λήξη των Παρθικών πολέμων του Lucius Verus το 165 μ.Χ και ιδιαίτερα μετά το 190 μ.Χ. όταν η πόλη θα μετατραπεί σε Ρωμαϊκό οχυρό, ανάχωμα στην Περσική απειλή.Το θρησκευτικό κέντρο της κοινότητας θα εγκατασταθεί στο οικοδομικό τετράγωνο H1 στο οποίο θα κτιστούν ναοί ώστε να κατοικήσει η συνοδεία του Bel, οι στρατιώτες Παλμυρινοί θεοί.O κεντρικότερος ναός , γνωστός και ως Ναός Gadde, θα χτιστεί πάνω σε προηγούμενο ναό το 150 μ.Χ και θα λειτουργήσει ως την άλωση της πόλης από τους Πέρσες φιλοξενώντας τους πάνοπλους εκρωμαϊσμένους θεούς της Παλμύρας. Δίπλα στις θεότητες αυτές υπήρχαν λατρείες που απηχούσαν Ελληνική επιρροή, η λατρεία του Δία-Σωτήρ, η λατρεία του Δία-Θεού που στεγάζονταν σε ξεχωριστό ναό και η σκιώδης αλλά δημοφιλής λατρεία του επίσης λεγεωνάριου Δολίχειου Δία το ιερό του οποίου βρίσκονταν εγκαταστημένο στο χώρο του Ρωμαϊκού στρατοπέδου (Praetorium).
‘Όταν η εγγύς Ανατολή παραδόθηκε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία η ανατολική καλλιτεχνική τάση απόδοσης των θεών με στρατιωτική περιβολή δεν ανακόπηκε αλλά συνέχισε να επικρατεί. Για άλλη μια φορά τα Κλασσικά πρότυπα, αναβιωμένα και διατηρημένα από το παραδοσιακό συντηρητικό πνεύμα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας θα υποστούν τις διαβρωτικές επιδράσεις της Ανατολής. Οι θεοί του Καπιτωλίου θα υιοθετήσουν τις ενδυματολογικές συνήθειες των Αυτοκρατόρων και σταδιακά θα χάνουν την θεϊκή τους γύμνια. Η Αλεξάνδρεια θα αποδειχθεί εκείνο το μέρος όπου οι ανυποψίαστοι Ρωμαίοι θεοί θα ντυθούν για πρώτη φορά με στρατιωτικές στολές λεγεωνάριων και θα κατέβουν στην γη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επικρατούσας καλλιτεχνικής μόδας ήταν η αλλαγή του παρουσιαστικού των Διοσκούρων το οποίο έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή τους απόδοση. Ενώ στην περίοδο της Δημοκρατίας παρουσιάζονταν ως έφηβοι να κρατούν όπλα στα χέρια τους συνοδευόμενοι από τα άλογα τους, από το τέλος του 1ου αιώνα μ.Χ παρουσιάζονται από νομίσματα της Αιγύπτου να φέρουν τυποποιημένη πανοπλία Ρωμαίων λεγεωνάριων ή Ρωμαίων αξιωματικών. Τα νομίσματα αυτά είναι sesterius της εποχής του Αδριανού από την πόλη της Αλεξάνδρειας. Στην περίοδο ηγεμονίας του Τραϊανού (98-117 μ.Χ) και Αδριανού (117 – 138 μ.Χ) παρατηρείται η μεγαλύτερη παραγωγή αγαλμάτων Αυτοκρατόρων ενδεδυμένων με στρατιωτική ενδυμασία μυώδους διάπλασης .Τον 2ο μ.Χ αιώνα οι Αυτοκράτορες φορούσαν σχεδόν πάντοτε την στρατιωτική τους εξάρτηση μέσα στην πόλη της Ρώμης εκτός των περιπτώσεων που έπρεπε να ασκήσουν θρησκευτικά καθήκοντα ή να ακροαστούν την Σύγκλητο. Πριν τον 2ο μ.Χ αιώνα οι Αυτοκράτορες του Πρινσιπάτου δεν τολμούσαν να φορέσουν ανάλογη ενδυμασία μέσα στην πόλη της Ρώμης εκτός της έκτατης περιπτώσεως του profectio, στην οποία άφηναν την πολιτική Τoga για να αρματωθούν. Αυτό αποδεικνύεται και από τις φιγούρες των νομισμάτων στις οποίες πλην κάποιων εξαιρέσεων π.χ sesterius του Νέρωνα, οι Αυτοκράτορες της Ιουλιοκλαυδιανή Δυναστείας εμφανίζονται κατά κανόνα χωρίς στολή. Το 3ο αιώνα οι γυμνές φιγούρες Αυτοκρατόρων είναι ελάχιστες π.χ Σεβήρου, Γέτα, Καρακάλλα κλπ μία μακροχρόνια αλλαγή που είχε να κάνει με την παρακμή των των Κλασσικών και την επικράτηση ενός νέου ηθικού κώδικα. Η τελευταία απεικόνιση γυμνού πορτραίτου έγινε στα νομίσματα του Μ.Κωνσταντίνου (Virtus Constantini).
Από την στιγμή απουσίας όποιας γηγενούς καλλιτεχνικής τάσης αποδόσεως των Συριακών και Αιγυπτιακών θεών με στρατιωτική περιβολή τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πότε και για πιο λόγο προέκυψε αυτή η τάση. Το πρώτο ερώτημα είναι εύκολο να απαντηθεί, οι θεοί των Ελλήνων και της Εγγύς Ανατολής άλλαξαν τις ενδυματολογικές τους συνήθειες με την δημιουργία της Ελληνιστικής Οικουμένης μετά τον 3ο αιώνα π.Χ. Το γιατί μπορεί να αναζητηθεί στο γενικότερο χαοτικό πολιτικό περιβάλλον της εποχής που προέκυψε μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου. Ο κόσμος των Διαδόχων ήταν ένας κόσμος έντονων πολεμικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων στον οποίο ο απόλυτος σκοπός ήταν το κυνήγι της εξουσίας και η προσάρτηση μεγαλύτερων εδαφών. Σε ένα τέτοιο ασταθή περιβάλλον ο στρατιωτικός παράγοντας αναδεικνύεται ο πιο σημαντικός από όλους και οι επιταγές του αναπόφευκτα επηρεάζουν και τους άλλους τομείς της κοινωνικής και καλλιτεχνικής ζωής. Σε μία κοινωνία όπου ο στρατιωτικός παράγοντας διαδραματίζει εκ των πραγμάτων καταλυτικό ρόλο είναι φυσικό επόμενο οι Θεοί να αναγκαστούν να προσαρμοστούν σε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν ήταν μονάχα οι Έλληνες θεοί που έπρεπε να προσαρμοστούν αλλά και οι ντόπιες θεότητες των κατακτημένων περιοχών οι οποίες για να γίνουν αποδεκτές στο Πάνθεον των Ελλήνων έπρεπε και αυτές εξίσου να ενδυθούν με παρόμοιες στολές. Πολλές είναι όπως είδαμε οι Συριακές και Αιγυπτιακές θεότητες που αρχικά Εξελληνοποιήθηκαν και στην συνέχεια Εκρωμαϊστηκαν. Στην γενικότερη αλλοίωση των Κλασσικών προτύπων κατά τα Ελληνιστικά χρόνια συμπεριλαμβάνεται και η παρακμή της Κλασσικής ηρωικής αγαλματοποιίας που κατά κανόνα επικεντρώνονταν στην ηρωική απέριττη γύμνια. Έτσι λοιπόν οι θεοί ντύθηκαν με λινοθώρακες και ανάγλυφες μυώδης πανοπλίες όπως ακριβώς συνέβαινε και με την καλλιτεχνική απεικόνιση των Διαδόχων οι οποίοι έπρεπε να παρουσιάζονται στο πολυπληθές ανόμοιο πληθυσμό των βασιλείων του τραχείς, σκληροί και ετοιμοπόλεμοι. Εκ των πραγμάτων ο έλεγχος των αχανών Ελληνιστικών Βασιλείων της Ανατολής προϋπέθετε έντονη στρατιωτική δραστηριότητα με ότι αυτό συνεπάγεται στον τρόπο χειρισμού της κρατικής προπαγανδιστικής μηχανής. Όσο για την ομοιομορφία των στολών που φορούν οι θεοί προκύπτει άμεσα από την υιοθέτηση τυποποιημένων στολών από τα στρατιωτικά σώματα των Διαδόχων πρακτική που είχε ξεκινήσει από τον ενοποιημένο και επαγγελματικό στρατό του Αλεξάνδρου. Οι στολές πλέον, σε αντίθεση με την Κλασσική Ελλάδα, δίνονται από τα βασιλικά οπλουργία της Συρίας και Αιγύπτου και διακρίνονται για την ομοιομορφία τους μίας και είχε αναπτυχθεί τυποποποιημένη γραμμή παραγωγής όπλων. Από την εποχή του Αλεξάνδρου είναι που εμφανίζονται ομοιόμορφες μονάδες οπλιτών και ιππέων π.χ Αργυράσπιδες στα πλαίσια δημιουργίας μίας αποτελεσματικής και ευκίνητης στρατιωτικής μηχανής. Το ίδιο θα συμβεί σε μεγαλύτερη κλίμακα με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η οποία μετά την έξοδο των Ρωμαϊκών στρατευμάτων από την Ιταλική Χερσόνησο βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι Αυτοκρατορίες δηλ. την διατήρηση και τον αποτελεσματικό έλεγχο των αχανών κτίσεων της. Η στρατικοποίηση της Αυτοκρατορίας μετά τον 1ο μ.Χ αιώνα γίνεται εντονότερη για να κορυφωθεί στην Αυτοκρατορική αγαλματοποιία του 2ου μ.Χ αιώνα που θέλει τους Αυτοκράτορες πάνοπλους π.χ Τραϊανό, Αδριανός κλπ. και πανέτοιμους να υπερασπιστούν τα σύνορα της Ρωμαϊκής συνοριογραμμής. Σε γενικότερη ανάλυση, αυτό που έλαβε χώρα μετά την κατάρρευση των πόλεων κρατών της Κλασσικής Ελλάδος ήταν το πέρασμα από μία πολιτική της κοινότητας σε μία πολιτική ιδιωτικού τύπου που καθορίζονταν αποκλειστικά από τις βλέψεις και τις φιλοδοξίες του εκάστοτε ηγεμόνα. Το κεντρικό πρόσωπο ήταν ο ηγεμόνας στην προσωπική θέληση του οποίου έπρεπε να υποταχθούν οι υπόλοιποι ακόμα και οι θεοί. Έτσι λοιπόν ήδη από τους χρόνους του Αλεξάνδρου το imitatio deorum θα αρχίσει να αντικαθίσταται από το imitatio imperatorum, οι θεοί σε αντίθεση με ότι συνέβαινε στα Κλασσικά χρόνια θα αναγκαστούν να μιμηθούν τους ανθρώπους αντί να γίνεται το αντίθετο. Τώρα παράδειγμα προς μίμηση είναι οι παντοδύναμοι ηγεμόνες και αυτοκράτορες και όχι οι θεοί. Είναι οι θεοί εκείνοι, που στο νέο διαμορφωμένο πολιτικό σκηνικό της διοικητικά ενοποιημένης Μεσογείου θα πρέπει να αντιγράψουν τους παντοδύναμους μονάρχες μιας και στην πράξη αποδείχτηκαν πιο δυνατοί από αυτούς. Ο κόσμος της εξιδανικευμένης θέασης του κόσμου της Κλασσικής εποχής είχε παρέλθει, οι θεοί υπακούοντας τους ηγεμόνες είχαν κατεβεί στην γη ανάμεσα στα πεδία μαχών ντυμένοι με κοινές στολές Ελλήνων μισθοφόρων και Ρωμαίων λεγεωνάριων. Ο Αρχαϊκός Άρης με το ρωμαλέο γυμνό του σώμα, ένδειξη νεότητας, καλαισθησίας,δύναμης και ισορροπίας δεν ταίριαζε ανάμεσα στους απρόσωπους επαγγελματίες μισθοφόρους στρατιώτες των Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων. Το γυμνό εξάλλου με την κατάρρευση της ανεξαρτησίας των παραδοσιακών Ελληνικών πόλεων κρατών και απορρόφηση τους σε υπερ-κράτη έχασε το διαπαιδαγωγικό και θεσμικό ρόλο που κατείχε προηγουμένως. Ο Ελληνιστικός ρεαλισμός απεικόνισε τους στρατιώτες ντυμένους κάτι που μεταβιβάστηκε και στους θεούς στρατιώτες ως αντανάκλαση των ψυχολογικών εμπειριών στα πεδία των μαχών. Τώρα οι οπλίτες δεν θα πολεμούν για την άσκηση της αρετής τους αλλά για να ικανοποιήσουν τις άμετρες φιλοδοξίες των στρατηγών τους. Γυμνοί τώρα θα εμφανίζονται μονάχα οι «βάρβαροι Γαλάτες» της Ασίας αποτυπωμένοι στα καλλιτεχνήματα των Ατταλίδων ηγεμόνων. Στα Ρωμαϊκά χρόνια η γύμνια θα αποτελεί ως ένα δείγμα πολιτιστικής τουλάχιστον κατωτερότητας και συνήθως θα συνοδεύει τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις των Γερμανικών φυλών στις αναμετρήσεις τους με τους πάνοπλους ομοιόμορφους κατάφρακτους λεγεωνάριους π.χ θριαμβική κολώνα του Τραϊνού.
Στους Αυτοκρατορικούς χρόνους το μεταφυσικό υπόβαθρο της εποχής είχε εστιαστεί όπως ήταν αναμενόμενο ακόμα πιο πολύ στην θεϊκή φύση των Αυτοκρατόρων, μία διαδικασία που είχε ήδη αρχίσει αιώνες πριν στην Ελληνιστική ανατολή με την θεοποίηση του Αλεξάνδρου και των μετέπειτα επιγόνων του. Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες καταργώντας σταδιακά τις συντηρητικές αναστολές του παραδοσιακού Δημοκρατικού πολιτεύματος έσπασαν το μονοπώλιο των πατρώων θεών συγκεντρώνοντας στο πρόσωπο τους την πολιτική θεολογία η οποία ανταποκρίνονταν στις θρησκευτικές συνθήκες της εποχής που κατακλύονταν όλο και περισσότερο από το άλογο μαζικό μεταφυσικό συναίσθημα. Το βάρος της νίκης των Ρωμαϊκών στρατευμάτων αποδίδονταν στην προσωπική αρετή του Αυτοκράτορα στρατηγού, η Virtus perpetua του Αυτοκράτορα θεωρούνταν πως ήταν ο πιο καθοριστικός παράγοντας στην νικηφόρα έκβαση της μάχης. Η εικόνα του Ελληνιστικού ηγεμόνα μεταφέρθηκε απευθείας στους Ρωμαίους Αυτοκράτορες οι οποίοι για να περάσουν στην σφαίρα των θεών θα έπρεπε να κερδίσουν την αθανασία τους διαμέσου πετυχημένων κατακτήσεων κάτω στην γή γεγονός που αντανακλάται στην προπαγάνδα της «Χρυσής εποχής» της ηγεμονίας τους Οκταβιανού Αυγούστου ( Virgil. Aen. 6.730.f). Oι γήινες στρατιωτικές κατακτήσεις των Αυτοκρατόρων θα ήταν η απαραίτητη συνθήκη που θα εξασφάλιζε την ανακήρυξη τους σε Divus, μία ενέργεια επικυρωμένη επίσημα και από την Ρωμαϊκή Σύγκλητο μετά τον θάνατο τους. Η Virtus Invicta αντιπροσωπεύονταν από την στρατιωτική στολή ως έμβλημα της πολεμικής του αρετής, τα αγάλματα των πάνοπλων ηγεμόνων φάνταζαν στα μάτια των ανθρώπων της εποχής ως ζωντανά έμψυχα τρόπαια μάρτυρες της δόξας και της Virtu perpetua των Αυτοκρατόρων. Το άγαλμα του Καίσαρα στον ναό του Quirinus θα ήταν το πρώτο που θα έφερνε την επιγραφή «DEUS INVICTUS» συνδέοντας φανερά το Αυτοκρατορικό ανίκητο στα γήινα πεδία των μαχών με την σφαίρα των θεών. Ο πόλεμος, δικαιολογημένος από το Imperium, μετατρέπονταν όλο και περισσότερο σε ιδεολόγημα εγκλωβίζοντας την εικόνα του Αυτοκράτορα σε ανάλογα πλαίσια και απεικονιστικές προσεγγίσεις. Οι Αυτοκρατορικές αρετές auctorita, dignitas, virtus και pietas είχαν αποτυπωθεί πάνω στην πλούσια διακοσμημένη οπλοσκευή της αυτοκρατορικής αγαλματοποιίας. Όπως είχε συμβεί και 4 αιώνες νωρίτερα με την αποδόμηση των Ελληνικών πόλεων κρατών έτσι και τώρα με την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας ο μεταφυσικός σεβασμός, οι θεολογικές συνιστώσες και η θρησκευτικότητα ξέφυγε από τα εξισορροπιστικά δεσμά των θεσμών και των Ναών και εστιάστηκε σε πρόσωπα κάτι που είναι παραπέρα ανιχνεύσιμο στην ανάδυση των παγανιστών Αγίων του 3ου αιώνα.
Ο τελευταίος Εκρωμαϊσμένος θεός που ντύθηκε με στρατιωτική περιβολή ήταν ο Χριστός ο οποίος μέχρι τον 6ο αιώνα απεικονίζεται, αν και σπάνια, με πολεμική εξάρτηση. Στην εικονογραφία του έκτου αιώνα ο Χριστός έχει απορροφήσει όλα τα τυπικά γνωρίσματα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων ως Christus Imperator, χωρίς αυτό να τον μετατρέψει σε μία ακόμα θεότητα του Ρωμαϊκού Πάνθεον της ύστερης Αρχαιότητας. Η αμίμητη, άξιας επαίνων, Χριστιανική επιμονή πάνω στην δογματική της Εκκλησίας επέτρεψε στον Χριστό να αναδειχθεί ο μοναδικός και ο αδιαφιλονίκητος Θεός του σύμπαντος. Ο Τίμιος Σταυρός την εποχή του Ιουστινιανού είχε αναδειχθεί ως το υπέρτατο σύμβολο της στρατιωτικής νίκης, το τρόπαιο της νίκης (troaeum Crucis).Ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος θα το χρησιμοποιήσει ως κύριο σύμβολο στην διάρκεια της αγωνιώδους εκστρατείας του εναντίον των Ζοροαστρών Σασσανιδών. H τελευταία και η πιο αντιπροσωπευτική αναπαράσταση του Χριστού ως Ρωμαίου στρατηγού Αυτοκράτορα βρίσκεται στην Εκκλησία San Vitale στην Ραβέννα (Ιταλία). Στην συνέχεια, ιδίως μετά την άνοδο στον θρόνο της Κωνσταντινούπολης φιλοπόλεμων Δυναστειών της Ανατολίας ( 9ος -10ος αιώνας) οι Χριστιανοί Άγιοι με ύφος Αυτοκρατορικής στρατιωτικής σοβαρότητας θα είναι αυτοί που θα αντιπροσωπεύουν κατά κανόνα την πολεμική αρετή και θα εμψυχώνουν τα χριστιανικά στρατεύματα στην επίμονη και συνεχή μάχη με τους Άραβες. Δεν είναι τυχαίο πως οι αναπαραστάσεις Αγίων με Βυζαντινή οπλοσκευή ξεκινούν αμέσως μετά από την λήξη της Εικονομαχίας και την τελεσίδικη νίκη της Ορθοδοξίας. Το Βυζάντιο απαλλαγμένο πλέον από εσωτερικές φυγόκεντρες δυνάμεις που αποδυνάμωναν τα αντανακλαστικά της Αυτοκρατορίας θα προχωρήσει γεμάτο κουράγιο, περηφάνια και ισχύ στην ανακατάληψη των χαμένων εδαφών. Παρόλα αυτά, πέρα από μερικές προσωπικές εμπρηστικές δηλώσεις των Αυτοκρατόρων του 10ου αιώνα (Ιωάννης Τσιμισκής & Νικηφόρου Φωκά) οι οποίες θα πρέπει να ιδωθούν στα πλαίσια του μανιασμένου πολέμου με τους Άραβες, δεν θα γίνει ποτέ αποδεκτή μία θεολογική δογματική έννοια του Ιερού πολέμου από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Ο Βυζαντινός ανθρωπισμός, συνέχεια της Ελληνιστικής «μεγαλοψυχίας» δεν θα επιτρέψει το πολεμικό μίσος να υπερκεράσει τις Χριστιανικές αρετές περί Ειρήνης κάτι που στο βάθος αντανακλά τον καθεαυτό σκοπό του Παγανιστικού Imperium Romanum δηλ. την αποκατάσταση της παγκόσμιας ειρήνης με εγγυητή τα Ρωμαϊκά όπλα και τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα.
Εικόνες
1) Ο θεός του πολέμου Άρης κρατώντας δόρυ. Ρωμαϊκό αντίγραφο αγάλματος του γλύπτη Αλκαμένη του δεύτερου μισού του πέμπτου αιώνα π.Χ. Το κύριο χαρακτηριστικό της σύνθεσης είναι η ηρωική γύμνια σύμφωνα με τις επικρατούσες οπτικές κοσμοθέασης του Κλασσικού κόσμου. Ακόμα και στις υπόλοιπες αναπαραστάσεις της εποχής που θέλουν τον Άρη οπλισμένο με δόρυ, περικεφαλαία και ασπίδα το στρατιωτικό μοτίβο είναι πάντα υπολειπόμενο του θεϊκού. Το ίδιο συμβαίνει και με τις αναπαραστάσεις της θεάς Αθηνάς. Βρίσκεται στο Λούβρο (Αres Borghese)
2) Μπρούτζινο άγαλμα του Αλεξάνδρου-Ήλιου από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου χρονολογημένο στους Ρωμαϊκούς χρόνους. Το πιθανότερο είναι να αποτελεί αντίγραφο παλαιότερου αγαλματιδίου. Η στρατιωτική ενδυμασία και γενικά η όλη στάση του σώματος πολύ πιθανότητα να αποτέλεσαν το πρότυπο για την μελλοντική καλλιτεχνική παραγωγή πολεμιστών θεών και Αυτοκρατόρων στους αιώνες που ακολούθησαν. Ο κόμπος του «Ηρακλή» στην μέση της πανοπλίας θα επιβιώσει μαζί με τα άλλα στοιχεία στην Βυζαντινή Αγιογραφία. Το αγαλματίδιο βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου
3) ο δημοφιλής ιππικός θεός της Πτολεμαϊκής Αιγύπτου Ήρων. Η ζωγραφιά αυτή βρίσκεται στην πόλη Θεαδελφία στον ναό του Πνέφερου. Η θεότητα είναι ενδεδυμένη με την τυποποιημένη στολή των Ελλήνων μισθοφόρων της εποχής, μία ενδυμασία που συνέχισε να ήταν δημοφιλής και κατά τους Αυτοκρατορικούς χρόνους
4) Μπρούτζινο αγαλματίδιο του θηριόμορφου Ανούβη από το Εθνικό Μουσείο της Ρώμης, ο θεός στο δεξί του χέρι κρατούσε δόρυ ή σκήπτρο. Η στάση του σώματος του θυμίζει έντονα την στάση του Αλεξάνδρου Ηλίου
5)Ένας ακόμη εκρωμαϊσμένος θεός της Αιγύπτου, ο Όρος-Ήλιος με στολή Ρωμαίου αξιωματικού. Το αγαλματίδιο χρονολογείται από τον 2ο μ.Χ αιώνα. Παρόμοια αγαλματίδια μπορεί κάποιος να συναντήσει στην πτέρυγα Αιγυπτιακών αρχαιοτήτων στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών
6) Ζωγραφιά του 2ου μ.Χ αιώνα από τον ναό του Δία Θεού στην πόλη της Δούρας. Ο ηλιακός θεός κρατά στο δεξί χέρι δόρυ και στο αριστερό σφαίρα, σύμβολο της παγκόσμιας κυριαρχίας. Τον στεφανώνουν Νίκες ενώ είναι ντυμένος με στολή (paludamentum) που παραπέμπει σε αυτοκρατορική ενδυμασία και όχι τόσος σε στολή μάχης.
7) Τοπογραφικό σχεδιάγραμμα της πόλης της Δούρας, η Ιπποδάμεια ρυμοτομία της μαρτυρά Ελληνική κατασκευή. Η πληθώρα των Ναών είναι ενδεικτικό των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων που συμβιούσαν στην πόλη κατά καιρούς.
8) Αφιερωματική τοιχογραφία του Τριβούνιου Julius Terentius από την πόλη της Δούρα. O τριβούνιος και η συνοδεία του θυσιάζουν στους τρεις πάνοπλους θεούς –πολεμιστές (230 μ.Χ). Η τριάδα των θεών που βρίσκεται στο βόρειο τείχος του πρόναου του ναού του Bel, το πιο πιθανόν είναι να αναπαριστούν Παλμυρικούς θεούς προστάτες
9) “Θυσία στο Jarhibol” από ζωγραφιά στον ναό της Άρτεμις. Από τα αριστερά ένας αετός κατευθύνεται σε αυτόν κρατώντας στέμμα στο ράμφος του ενώ από δεξιά μία Νίκη κατέρχεται να τον στεφανώσει. Η στολή του ηλιακού θεού παραπέμπει σε Ρωμαϊκή αυτοκρατορική ενδυμασία
10) Από τον Ελληνιστικό κεντρικό τάφο-κατακόμβη Kom el-shoqafa στην Αίγυπτο.Ο θεός τσακάλι Ανούβις, παραδοσιακός φύλακας των θυρών απεικονίζεται εδώ σε δύο καλλιτεχνικές αποτυπώσεις ντυμένος με στρατιωτική εξάρτηση της εποχής. Η κινησιολογία των ανάγλυφων ακολουθεί τα πρότυπα των θεοποιημένων Ελληνιστικών ηγεμόνων [F.W. von Bissing and Gillieron, Les bas-reliefs de Kom el Chougafa(Alexandria 1901)]
11) Ανακατασκευασμένη ξύλινη ασπίδα Ρωμαίων στρατιωτών από την πόλη φρούριο Δούρα Ευρωπό στην Δυτική ακτή του Ευφράτη, χρονολογημένη στο πρώτο μίσο του δεύτερου μ.Χ αιώνα.Η εν λόγω φιγούρα εικάζεται πως απεικονίζει τον παλμυρινό θεό Iarhibol στην χαρακτηριστική στάση των θεοποιημένων ηγεμόνων των Ελληνιστικών βασιλείων. Ο θεός βρίσκεται όρθιος κρατώντας στο δεξί χέρι δόρυ ενώ στο δεξί του πόδι βρίσκεται ακουμπισμένη η μεγάλη οβάλ ασπίδα.
12) Ανάγλυφο με τριάδα Παλμυρικών θεών χρονολογημένη περίπου το πρώτο μισό του πρώτου μεταχριστιανκού αιώνα. Στην μέση βρίσκεται ο μέγιστος θεός της Παλμύρας Bel φορώντας κάλαθο και διάδημα, στα δεξιά του ο θεός του φεγγαριού Aglibol και στα αριστερά του ο ηλιακός θεός Jarhibol. Η στρατιωτική εξάρτηση είναι Ελληνιστικού τύπου με πολλά Παρθικά ενδυματολογικά επιμέρους στοιχεία.
13) Μαρμαρένιο άγαλμα του Assur-BEl από την πόλη της Hatra στην Μεσοποταμία. Φορά πανοπλία Ελληνιστικής επιρροής ενώ στην πίσω πλευρά είναι σκαλισμένη η Αιγίδα της Αθηνάς. Στα πόδια του αγάλματος βρίσκεται η θεά Τύχη.
14) Ο θεός Shadrafa από την Παλμύρα, Ελληνιστικού τύπου πανοπλία σε συνδυασμό με Παρθικά παντελόνια. Ο σκορπιός και το φίδι είναι τα ιερά του ζώα (55 μ.Χ)
15) Ανάγλυφη πλάκα από ασβεστόλιθο από τον ναό του Aphlad στη Δούρα, χρονολογημένη περίπου το 50 μ.Χ. Φέρει Ελληνιστικού τύπου πανοπλία και παρθική ενδυμασία, επίσης οι αναθεματικές επιγραφές του ιερέα Adadiabos είναι γραμμένες στα Ελληνικά. Σήμερα βρίσκεται στο μουσείο της Δαμασκού.
16) Τυποποιημένη μορφή αγάλματος του Δία από την Δολίχη της Μ.Ασίας. Μία πολύ διαδεδομένη στρατιωτική λατρεία των Αυτοκρατορικών χρόνων που εκτείνονταν από την Μεσοποταμία μέχρι την Γερμανία. Ναός του βρίσκονταν και στο Ρωμαϊκό στρατόπεδο της Δούρας
17) Η Ρωμαϊκή εκδοχή του Άρη, όπως γίνεται εμφανές ο θεός έχει εγκαταλείψει την γύμνια του και φορά πολυτελής ανάγλυφη μυώδη στολή Ρωμαίου αξιωματικού.
18) Άγαλμα του Αυγούστου (Prima Porta), ο Αυτοκράτορας σε στάση που θυμίσει έντονα το Αλεξανδρινό αγαλματίδιο του Αλεξάνδρου-Ηλίου φορά περήφανος την στρατιωτική του εξάρτηση, σύμβολο της αρετής του.Το υπερυψωμένο δεξί χέρι του αντανακλά το Αυτοκρατορικό μεγαλείο
19) Mωσαϊκό του 6ου αιώνα από την Εκκλησία του San Vitalle στην Ραβέννα. Ο Χριστός δεν αναπαρίσταται ως απλός λεγεωνάριος (Christus miles) αλλά ως Ρωμαίος Αυτοκράτορας φορώντας την λαμπρή Αυτοκρατορική ενδυμασία. Στο δεξί του χέρι φέρει τον Σταυρό ως σύμβολο νίκης ενώ με τα πόδια του πατά και συνθλίβει ένα λιοντάρι και ένα δράκο. Ήταν η τελευταία φορά που επιχειρήθηκε αναπαράσταση του Χριστού με μορφή στρατιώτη –Αυτοκράτορα.
20) Fresco από μισογκρεμισμένη ( σκαλισμένη σε βράχο) Γεωργιανή Εκκλησία του 13ου αιώνος (David Gareji).Η διασπορά της εν λόγω κινησιολογίας διαδόθηκε μέχρι τις περιοχές Δυτικά και βόρεια της Κασπίας.
21)Βυζαντινή Αγιογραφία από την Εκκλησία του Άγιου Νικόλα Καστοριάς απεικονίζει τον Άγιο Νέστορα να κρατά δόρυ και να φορά την τυπική στολή για την περίοδο του Βυζαντίου (Κλιβάνιον).Πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα μπορεί κανείς να εξάγει συγκρίνοντας την θεματολογία της Χριστιανικής και Παγανιστικής Αγιογραφίας, το σίγουρο είναι ότι θα διαπιστώσει μία αδιάκοπη συνέχεια.