Το 1977 η αρχαιολογική σκαπάνη υπό την επίβλεψη του καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου έφερε στο φως τους βασιλικούς Μακεδονικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας στην Βεργίνα , ανάμεσα τους ο σημαντικότερος ήταν εκείνος του Φιλίππου Β’ (359-336 π.Χ.). Μεταξύ των άλλων κτερισμάτων του κεντρικού νεκρικού θαλάμου περιλαμβάνονταν αποκαλούμενος «θώρακας του Φιλίππου» που με αρκετή βεβαιότητα πρέπει να ήταν ίσως η πολυτιμότερη προσωπική αμυντική εξάρτηση του ίδιου του Ηγεμόνα.

Αν και η πανοπλία κατά την εναπόθεση της στον τάφο θα πρέπει να ήταν ατόφια (1)η επήρεια 23 ολόκληρων αιώνων της άφησε έντονα τα σημάδια της διάβρωσης. Από τις διαθέσιμες is situ φωτογραφίες της πανοπλίας ( όπως αυτή βρέθηκε κατά την εκσκαφή του τάφου) γίνεται αμέσως αντιληπτό ο μεγάλος βαθμός της φυσικής αποσάθρωσης της. Για παράδειγμα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι επωμίδες σε κάποιο ποσοστό είχαν μετατραπεί σε δεκάδες κομμάτια οξειδωμένου μετάλλου που κείτονταν σωριασμένα στο πάτωμα. Χωρίς την σωστική επίμονη επέμβαση των Αρχαιολόγων δεν θα μπορούσαμε σήμερα να την θαυμάζουμε απεκατεστημένη στο Μουσείο της Βεργίνας.

Λόγω της άμεση συνδέσεως της με τον αναμορφωτή του Μακεδονικού Βασιλείου η πανοπλία του Φιλίππου Β’ εδώ και δεκαετίες έχει γίνει σήμα κατατεθέν και σύμβολο της Μακεδονίας και του πολιτισμού της ενώ χαίρει μεγάλη δημοσιότητα και αναγνωρισιμότητα σε εθνικό και κυρίως σε διεθνές επίπεδο. Στην απόπειρα ανακατασκευής της θα επιχειρηθεί η αναδημιουργία της στην πιθανή αρχική της μορφή συμπεριλαμβανομένου και των οργανικών της μερών. Για το πως ήταν επακριβώς η αρχική της εμφάνιση όσον αφορά τα οργανικά της μέρη δεν μπορούμε να πούμε ποτέ με ακρίβεια.

Σύμφωνα με τα πορίσματα του κ.Μανόλη Ανδρόνικου ο σκελετός της πανοπλίας αποτελείται από επτά σιδερένια ελάσματα διαφορετικού σχήματος και μεγέθους που συνδέονται μεταξύ τους με ευμεγέθης μεντεσέδες («στροφείς» ). Οι τέσσερις στροφείς του κυρίως κορμού ενώνουν τις άκρες των πέντε σιδερένιων ελασμάτων με τέτοιο τρόπο ώστε αυτές να μπορούν εύκολα να ξεδιπλωθούν οριζόντια σε δάπεδο σχηματίζοντας μία ιδιότυπη αρθρωτή “αλυσίδα” πέντε επίπεδων κρίκων. Ο κορμός καλύπτεται από τέσσερις πλάκες, την μπροστινή , την ραχιαία και τις δύο πλαϊνές. Ο βαθμός έλασης τους δεν μπορούμε να πούμε πως είναι υπερβολικός όπως συμβαίνει με τους μυώδεις και τους κωδωνόσχημους θώρακες. Αναμφισβήτητα την πιο απαιτητική επεξεργασία από αυτές την έχει υποστεί το ραχιαίο κομμάτι το οποίο είναι και το μεγαλύτερο. Για να γίνει αντιληπτό στο ευρύ κοινό με ένα παραστατικό τρόπο θα πρέπει να φανταστούμε τον αρθρωτό σκελετό του κορμού σαν μια χαρτόκουτα με τέσσερις πλευρές που ανοίγει και τυλίγει το σώμα. Το πέμπτο έλασμα δεν είναι διακριτό εκ πρώτης όψεως διότι βρίσκεται πίσω από την ορθογώνια σιδερένια επιφάνειας που καλύπτει την μπροστινή όψη του κορμού. Την κατασκευαστική λεπτομέρεια αυτή την πληροφορούμαστε απευθείας από τον κ. Μανόλη Ανδρόνικο ο οποίος την εξέτασε in situ, σήμερα δεν είναι δυνατόν για τον επισκέπτη του Μουσείου να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι. Το έλασμα αυτό περιγράφεται από τον καθηγητή Ανδρόνικο (2) ως ένα σιδερένιο πλαίσιο το οποίο είχε πληρωθεί με οργανικά στοιχεία δηλ. δέρμα και ύφασμα. Το πιο εύλογο συμπέρασμα που εξάγεται σχετικά με την αρχιτεκτονική του σχεδίαση είναι ότι επρόκειτο για ένα σιδερένιο πλαίσιο (μία κάσα κατά τα κοινώς λεγόμενα , πλάτους μερικών εκατοστών ) μερικά χιλιοστά μικρότερο από τις εξωτερικές διαστάσεις της θωρακικής επιφάνειας έτσι ώστε να καλύπτεται πλήρως και πίσω από αυτήν. Ο εσωτερικός ορθογώνιος χώρος της κάσας πιθανότατα θα πληρούνταν από ένα είδος μαλακού οργανικού ιστού π.χ δερμάτινο ή υφασμάτινο φάκελο γεμισμένο με ύφασμα ή μαλλί. Η παρουσία του απρόσμενου αυτού δομικού στοιχείου μας κάνει να σκεφτούμε το υψηλό βαθμό επιμέλειας του εμπνευστή της πανοπλίας ο οποίος στην προσπάθεια του να ικανοποιήσει όλες τις πρακτικές ανάγκες που προκύπτουν από την χρήση της, φρόντισε να επενδύσει παραπάνω στο τομέα της άνεσης και της ασφάλειας. Με άλλα λόγια η ύπαρξη του πλαισίου αυτού με τον φέροντα οργανικό του οπλισμό αποσκοπούσε τόσο σε μια πιο άνετη εφαρμογή της πανοπλίας όσο και σε ένα μεγαλύτερο βαθμό απορρόφησης των κραδασμών προερχομένων από πιθανά πλήγματα στην θωρακική επιφάνεια. Πρόκειται για έναν σχεδιαστικό πλεονασμό που φανερώνει το υψηλό βαθμό καλλιτεχνικής εξειδίκευσης.
Οι επωμίδες αποτελούνται από δύο τοξωτές φαρδιές σιδερένιες γέφυρες οι οποίες ξεκινούν από τα πάνω ακραία χείλη του ραχιαίου ελάσματος και καταλήγουν συμμετρικά στο θωρακικού καλύπτοντας εν μέρει το άνω τμήμα του. Η σύνδεση των γεφυρών αυτών με την ράχη πραγματοποιείται με δύο ζεύγη ένθετων μεντεσέδων από χρυσό στερεωμένων μόνιμα με μικρά στρογγυλοκέφαλα πριτσίνια (στην παρούσα ανακατασκευή χρησιμοποιήθηκαν πριτσίνια ελαφρά μεγαλύτερου διαμετρήματος με στόχο ένα πιο αξιόπιστο στερέωμα). Οι μηχανισμοί αυτοί επιτρέπουν την ελεύθερη κίνηση των επωμιδών μονάχα στον κατακόρυφο άξονα. Οι στροφείς των επωμιδών είναι οι μόνοι που διακρίνονται ακόμη και σήμερα ατόφιοι στην πανοπλία του Φιλίππου Β’ ενώ οι υπόλοιποι τέσσερις στροφείς του κορμού έχουν οξειδωθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό που είναι δυνατόν να γίνουν ορατοί μονάχα με χρήση ακτινών (γεγονός που αποδεικνύει πως δεν είχαν κατασκευαστεί από χρυσό όπως των επωμιδών) (3). Η παρουσία των τεσσάρων κάθετων μεγάλων μεντεσέδων του κορμού εξασφαλίζει την πάντοτε εν δυνάμει αυτονομία των πέντε ελασμάτων που αυτές οι διατάξεις συγκρατούν σε ένα ενιαίο αρθρωτό σύνολο. Από πρακτικής απόψεως η αυτονομία αυτή διευκολύνει και την στελέχωση των ελασμάτων με τα απαραίτητα λειτουργικά και διακοσμητικά στοιχεία. Ως ανεξάρτητα ελάσματα οι εργασίες διακόσμησης πραγματοποιούνται πιο αποτελεσματικά.

Ο μηχανισμός ασφαλίσεως – απασφαλίσεως του θώρακα αποτελείται από τέσσερα ζεύγη κρίκων στερεωμένων καταλλήλως σε λεοντόμορφες βάσεις (4) οι οποίες με την σειρά τους βρίσκονται μόνιμα αγκιστρωμένες με πριτσίνια πάνω στα μεταλλικά τοιχώματα του θώρακα. Ένα ζεύγος λεοντόμορφων κρίκων που βρίσκεται στο μέσο της θωρακικής επιφάνειας ακινητοποιεί τις επωμίδες στην κατακόρυφη θέση κλειδώματος τους με την χρήση δερμάτινων κορδονιών (στην μπροστινή απόληξη των επωμιδών βρίσκονται επίσης όμοιοι κρίκοι). Στον αριστερό κατακόρυφο άξονα της μετωπικής επιφάνειας ένα ακόμα ζεύγος κρίκων με την βοήθεια κορδονιών εξασφαλίζει το οριζόντιο κλείδωμα του θώρακα. Το μεταλλικό έλασμα που αντιστοιχεί στην αριστερή υπομασχάλια περιοχή φέρει και αυτό ζεύγος κρίκων με αποτέλεσμα ενώνεται με το θωρακικό διαμέσου των δεσιμάτων.
Δύο σειρές δερμάτινων ανισοϋψών λωρίδων (πτέρυγες) καλύπταν περιμετρικά την περιοχή των μηρών. Η παρουσία πτερύγων πιστοποιείται από τα οργανικά υπολείμματα που βρέθηκαν στο κάτω μέρος του θώρακα.
Σε κάθε οριζόντιο και κάθετο τελείωμα των ελασμάτων της πανοπλίας έχουν τοποθετηθεί συμμετρικά με την βοήθεια πριτσινιών στενές λωρίδες χρυσού που φέρουν στην επιφάνεια τους επαναλαμβανόμενα διακοσμητικά μοτίβα, κυμάτια (5). Στο κάτω μισό του δεξιού υπομασχάλιου ελάσματος συναντούμε ως αποτροπαϊκό φυλαχτό, μία μικρή χρυσή ανάγλυφη εικόνα της πάνοπλης Θεάς Αθηνάς, φέρουσα Κορινθιακό κράνος, δόρυ και οπλιτική ασπίδα. Η τοποθέτηση του φυλακτού στην συγκεκριμένη θέση μόνο τυχαία δεν μπορεί θα θεωρηθεί καθώς η εν λόγω περιοχή είναι έκθετη σε εχθρικά πλήγματα. Όπως είναι γνωστό η αριστερή πλευρά του οπλίτη καλύπτονταν πάντοτε από την ασπίδα.

Αναλυόμενη από αρχιτεκτονική σκοπιά είναι πασιφανές ότι η πανοπλία του Φιλίππου Β’ μιμείται την μορφή του Λινοθώρακα όπως αυτή τυποποιείται στα τέλη της Αρχαϊκής εποχής ( 6ος αιώνας ) και συνεχίζει με διάφορες παραλλαγές καθόλην την διάρκεια του 5ου αιώνα και ύστερα. Είναι εύκολα ορατά όλα τα χαρακτηριστικά μέρη του Λινοθώρακα δηλ. οι τοξοειδής επωμίδες, ο χαρακτηριστικός κορμός και οι διπλές πτέρυγες των μηρών. Είναι πέρα κάθε αμφιβολίας ότι στο βλέμμα του θεατή η γενική εντύπωση της μορφής του θώρακα του Φιλίππου Β΄ ιδωμένη από απόσταση μερικών μέτρων είναι αυτή του σύνθετου οργανικού Λινοθώρακα. Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο υπό εξέταση θώρακας είναι κατά βάση ολομεταλλικός με τα οργανικά στοιχεία να διαδραματίζουν δευτερεύοντα ρόλο είτε ως διακόσμηση είτε ως δευτερεύουσες προστατευτικές διατάξεις (οι δερμάτινες πτέρυγες). Το επιδιωκόμενο για τον σχεδιαστή ήταν εξαρχής η δημιουργία μιας ολομεταλλικής διάταξης που να μιμείται στην γενικότερη εξωτερική εμφάνιση του τον δημοφιλή Ιωνικό Λινοθώρακα. Αυτή η φιλόδοξη σύλληψη από μόνη της ήταν ήδη αρκετή για να προκαλέσει τόσο την καλλιτεχνική επιδεξιότητα του καλλιτέχνη αλλά ταυτόχρονα και τον εύλογο εντυπωσιασμό του κατόχου της πανοπλίας. Με βάση τα παραπάνω ο θώρακας του Φιλίππου είναι διαφορετικός από αυτόν που φέρει ο υιός του Αλέξανδρος όπως αυτός τουλάχιστον απεικονίζεται στο Μωσαϊκό της Πομπήϊας. Εύλογο είναι ότι λόγω των πολλών κοινών αρχιτεκτονικών στοιχείων είναι εύκολη η παρανόηση ότι πρόκειται για δύο πανοπλίες εντελώς όμοιες. Η πραγματικότητα είναι ότι ο θώρακας του Φιλίππου Β’ διαθέτει έναν ολομεταλλικό αρθρωτό σκελετό ενώ του Μεγάλου Αλεξάνδρου είναι σύνθετος οργανικός, ο πρώτος αποτελεί μια ψευδομορφή του δευτέρου.

Η απέριττη κατασκευαστική του γραμμή του προσδίδει μία δωρική λιτότητα και μια εκλεπτυσμένη κομψότητα που συνήθως εκλείπει από τους σύνθετους θώρακες. Η χρήση ανατομικών μεταλλικών ελασμάτων περιορίζει τον όγκο της κατασκευής και εν μέρει το βάρος. Θα μπορούσε να κάποιος να υποστηρίξει ότι ο θώρακας του Φιλίππου ακολουθεί σχεδιαστικά την σχολή του κυβισμού καθώς οι κοίλες και έντονα στρεβλωμένες επιφάνειες εκλείπουν ενώ κυριαρχούν οι γωνίες , οι λείες επιφάνειες και οι καθαρές ευδιάκριτες γραμμές. Η γενικότερη αίσθηση που αποπνέει είναι αυτή ενός Δωρικού ναού, η αισθητική του ικανοποιεί περισσότερο τα Αρχαϊκά καλλιτεχνικά κριτήρια παρά τα ύστερα Κλασσικά. Αν και η θωράκιση έχει ολομεταλλικό σκελετό δεν επιδιώκει να μιμηθεί την ανδρική ανατομία όπως ισχύει με τους συγγενικούς επίσης ολομεταλλικούς μυώδεις θώρακες. Είναι φανερό πως ο σκοπός εξ αρχής ήταν η επίτευξη του βασικού περιγράμματος του Λινοθώρακα και όχι την Ηράκλεια ηρωϊκή γυμνότητα όπως συμβαίνει με την περίπτωση των μυωδών θωράκων. Έτσι λοιπόν εξαλείπεται κάθε απόπειρα μίμησης ανδρικής αθλητικής ανατομίας. Για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα κρίθηκε απαραίτητη η χρήση περισσότερων ανεξάρτητων μεταλλικών ελασμάτων απ’ότι στην περίπτωση των μυωδών θωράκων. Έτσι λοιπόν αντί δύο εντόνων ελασμένων μεταλλικών τμημάτων χρησιμοποιήθηκαν εφτά με εμφανώς μικρότερο βαθμό έλασης. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω τα επτά αυτά μεταλλικά τεμάχια συνδέονται μεταξύ τους μόνιμα με στροφείς σχηματίζοντας μία ενιαία διάταξη( συνολικού μήκους 1,8 μέτρα ) με αρθρωτή δομή κάτι που δεν λαμβάνει χώρα με τους μυώδεις / κωδωνόσχημους όπου τα δύο μεταλλικά τεμάχια διατηρούν πάντοτε την ανεξαρτησία τους ως αυτόνομα ταχέως αποσπώμενα ημιθωράκια. Αυτή η ενιαία δομή της Μακεδονικής πανοπλίας είναι μια ακόμη σημαντική ομοιότητα με τον Λινοθώρακα ο οποίος αποτελεί ένα μονοκόμματο σύνολο με τα επιμέρους τρία διακριτά τμήματα του ( επωμίδες, πτέρυγες και κορμός) σταθερά συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Για το αν ήταν η πρώτη του είδους που κατασκευάστηκε δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, το βέβαιο είναι ότι πίσω από την υλοποίηση της βρίσκονταν ένας επαγγελματίας θωρακοποιός ικανός να συλλάβει και να αποπερατώσει το όλο εγχείρημα. Το πιθανότερο ήταν να είχαν κατασκευαστεί και άλλες παρόμοιες πανοπλίες, αυτό συνάγεται από το γεγονός του υψηλού βαθμού εξειδίκευσης των διαφόρων τμημάτων που μάλλον θα ήταν δύσκολο να επιτευχθεί τέλεια με την πρώτη κιόλας απόπειρα. Η εμπειρία αποδεικνύει ότι θα απαιτούνταν αρκετοί πειραματισμοί προηγουμένως μέχρις ότου να ολοκληρωθεί ένα επιτυχές πρωτότυπο. Ένα γενικό (αν και παρακινδυνευμένο) συμπέρασμα που μπορεί να λεχθεί είναι ότι η πανοπλία του Φιλίππου αποπνέει την νέα εποχή που άρχισε να διαμορφώνεται μετά την πτώση των παραδοσιακών πόλεων κρατών της Ελλάδος στα τέλη του 5ου π.Χ αιώνα. Η καταστροφή του Κλασσικού πολιτισμού λόγω του εμφύλιου σπαραγμού του Πελοποννησιακού πολέμου από την μια κατέστρεψε μεν τις παραδοσιακές δομές αλλά από την άλλη δημιούργησε το απαραίτητες προϋποθέσεις και περιθώρια για νέους τρόπους έκφρασης και καλλιτεχνικού πειραματισμού σε όλα τα επίπεδα. Οι καλλιτεχνικές φόρμες, όπως συνέβη με τις παγιωμένες στρατιωτικές πρακτικές και τους πολιτικούς θεσμούς του πέμπτου αιώνα, αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν με τα νέα δεδομένα ώστε να ανταποκριθούν στις νέες προκλήσεις και ανάγκες. Ως κατακλείδα , η εν λόγω πανοπλία αποτελεί το αποτέλεσμα καλλιτεχνικού συγκερασμού των δύο βασικών τύπων θωράκων που μονοπώλησαν τον 5ο π.Χ αιώνα, του Λινοθώρακα και του Ολομεταλικού. Με άλλα λόγια πρόκειται για έναν υβριδικό ολομεταλικό λινοθώρακα και αυτό το γεγονός είναι αρκετό για να τον καταστήσει μοναδικό και πολύτιμο (μέχρι φυσικά την εύρεση νέων παρόμοιων αρχαιολογικών δειγμάτων).

Όπως ήταν εύλογο, ήταν το ίδιο το αρχαιολογικό εύρημα, όπως αυτό εκτίθεται σήμερα στο Μουσείο της Βεργίνας, που αποτέλεσε τον βασικότερο οδηγό ανακατασκευής της πανοπλίας του Φιλίππου. Δευτερεύουσα πηγή σημαντικών πληροφοριών αποτέλεσε η σύντομη αλλά πυκνή περιγραφή του κ. Ανδρόνικου ιδιαίτερα όσον αφορά τις σημειώσεις για τα οργανικά μέρη της πανοπλίας, τους οξειδωμένους μεντεσέδες και το μεταλλικό «πλαίσιο» πίσω από την θωρακική επιφάνεια (6). Από όσον είναι γνωστό δεν έχει επιχειρηθεί καμιά σοβαρή απόπειρα ανακατασκευής της πανοπλία μέχρι σήμερα στην Ελλάδα.
Το κύριο υλικό κατασκευής είναι ο σίδηρος, μιας και ο σκελετός του θώρακα είναι κατασκευασμένος εξολοκλήρου από το υλικό αυτό. Πάντοτε θα παραμένει η βασανιστική απορία γιατί να επιλεχθεί το συγκεκριμένο υλικό ως κυρίαρχο δομικό υλικό αντί για το πιο ευγενές και δημοφιλής υλικό του μπρούτζου. Το ότι ο σίδηρος διατηρούσε μία φαινομενικά μεγαλύτερη σκληρότητα απ΄ ότι ο μπρούτζος δεν είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την επιλογή αυτή (7). Ακολουθώντας το κατασκευαστικό υπόδειγμα του αυθεντικού αρχαιολογικού ευρήματος, επτά σιδερένια τμήματα κόπηκαν και ετοιμάστηκαν για σφυρηλάτημα με παραδοσιακές μεθόδους. Λόγω του ότι δεν είχε αποπειραθεί κάτι παρόμοιο προηγουμένως συνεχείς διορθώσεις και επιπλέον προσαρμογές αποδείχθηκαν αναγκαίες. Τα σιδερένια τμήματα απέκτησαν σταδιακά τις απαραίτητες κυρτότητες διαμέσου μηχανικής μορφώσεως τους με διαδοχικές πυρώσεις και εξελάσεις. Η κατασκευή των τεσσάρων κάθετων στροφέων (μεντεσέδων) των τεμαχίων του κορμού αποδείχθηκε μια μεγάλη πρόκληση. Τα πέντε τμήματα του κορμού της πανοπλίας έπρεπε να έχουν την ιδιότητα να ξεδιπλώνονται και να διπλώνονται αβίαστα τυλίγοντας τον ανθρώπινο κορμό. Δύο ζεύγη ένθετων μπρούτζινων μεντεσέδων στην αριστερή και δεξιά πλευρά του άνω ραχιαίου τμήματος επέτρεψαν την μόνιμη προσαρμογή των σιδερένιων επωμιδών στην θέση τους ολοκληρώνοντας την γενική εικόνα του σκελετού της πανοπλίας.

Ο κ. Μανόλης Ανδρόνικος είχε διαπιστώσει την ύπαρξη οργανικών υπολειμμάτων δέρματος και υφάσματος στο εσωτερικό της πανοπλίας ενώ είχε υποθέσει και την παρουσία τους στα εξωτερικά τοιχώματα της. Μία πρόταση που τέθηκε τότε ήταν η πιθανή χρήση λεπτών φύλλων ελεφαντόδοντου ως υλικού επίστρωσης των εξωτερικών τοιχωμάτων. Στην περίπτωση αυτή η εμφάνιση του θώρακα θα ξεπερνούσε σε πολυτέλεια και εντυπωσιασμό οτιδήποτε συνηθισμένο. Η χρήση οργανικών μαλακών υλικών στο εσωτερικό του θώρακα είναι προφανής , ήταν μια κοινή και διαδεδομένη πρακτική της Ελληνικής αρχαιότητας .Όπως ειπώθηκε και προηγουμένως η ύπαρξη δεκάδων μικρών οπών στην περίμετρο των μεταλλικών επωμιδών και στα άνω χείλη των πλευρικών ελασμάτων αποδεικνύει την στερέωση εσωτερικής παχιάς επένδυσης. Ακολουθώντας την εύλογη υπόθεση του κ. Ανδρόνικου όλα τα τοιχώματα του θώρακα επενδύθηκαν με πορφυρό δέρμα καλύπτοντας κάθε εκτεθειμένο μεταλλικό μέρος. Από πρακτικής απόψεως θα ήταν μάλλον μεγάλη παράληψη οι εξωτερικές επιφάνειες του αυθεντικού θώρακα να μην είχαν καλυφθεί από οργανικό υλικό. Τα σιδερένια ελάσματα λίγες μόλις ημέρες μετά την έκθεση τους στις καιρικές συνθήκες θα είχαν καλυφθεί με σκουριά λόγω του φαινόμενου της φυσικής οξείδωσης γεγονός που θα υποβάθμιζε τουλάχιστον αισθητικά την εικόνα της πανοπλίας. Η επικάλυψη των εξωτερικών επιφανειών με δερμάτινη μεμβράνη θα έλυνε το έντονο πρόβλημα της φυσικής οξείδωσης και από την άλλη θα έδινε μία αίσθηση αναγκαίας πολυτέλειας αναβαθμίζοντας τον θώρακα από άποψη αισθητικής κάτι που ταίριαζε εξάλλου και στην περίπτωση. Στην εν λόγω ανακατασκευή επιλέχθηκε προσεκτικά και επικολλήθηκε πορφυρό δέρμα ανώτερης ποιότητας (μία πιθανή εκδοχή).

Πάνω από το δέρμα επικολλήθηκαν οι υπόλοιπες ένθετες μπρούτζινες προσθήκες καθώς και τέσσερα κάδρα με μεταξωτές κεντητές απεικονίσεις θεμάτων προερχομένων από τα διακοσμητικά μοτίβα της χρυσής λάρνακας του Φιλίππου. Η παρουσία των μεταξωτών κεντημάτων ως επιπρόσθετα διακοσμητικά στοιχεία επιλέχθηκε με σκοπό την επίτευξη ενός ανώτερου αισθητικού και καλλιτεχνικού αποτελέσματος που θα άρμοζε στην επιφανής θέση του Μακεδόνα Ηγεμόνα. Έτσι λοιπόν το άνω μισό της ραχιαίας επιφάνειας επιλέχθηκαν τρεις γαλάζιοι δεκάφυλλοι ρόδακες κεντημένοι επίσης σε πορφυρό μεταξωτό υπόβαθρο, στο κάτω μισό της εμπρόσθιας θωρακικής επιφάνειας επιλέχθηκαν πολύχρωμα ανθέμια κεντημένα σε μπλε σκούρο μετάξι ενώ Μακεδονικοί ήλιοι με οχτώ χρυσές ακτίνες προτιμήθηκαν για το στόλισμα των επωμιδών. Θα πρέπει να επισημανθεί πως η παραγωγή μεταξιού τον 4ο π.Χ αιώνα στην Ηπειρωτική Ελλάδα ήταν μηδενική. Το μετάξι θεωρούνταν ένα είδος πολυτελείας που εισάγονταν από την Ασία κατά βάση διά μέσου της Περσίας. Η κατοχή και η χρήση μεταξιού στην ενδυμασία κλπ. ήταν δηλωτικό ανώτερης κοινωνικής θέσης και οικονομικής στάθμης , εκ των πραγμάτων η χρήση μεταξιού ήταν περιορισμένη.

Οι λεοντόμορφες βάσεις των κρίκων βρίσκονται μόνιμα στερεωμένες στις θέσεις τους με πριτσίνια, σε αντίθεση με τις αυθεντικές δεν έχουν χυτευθεί σε χρυσό αλλά σε μπρούτζο (8) κάτι που από πλευράς λαμπρότητας δεν υστερεί πάρα πολύ. Οι κρίκοι φαίνεται σαν να ξεπηδούν από το στόμα των λιονταριών, στην πραγματικότητα είναι ένθετοι καθώς συνδέονται με τις βάσεις με την βοήθεια θηλιών από λεπτά ελάσματα. Η θέση των αυθεντικών κρίκων όπως αυτοί έχουν τοποθετηθεί σήμερα είναι η πρέπουσα. Παλαιότερες επίσημες φωτογραφίες του θώρακα που δείχνουν ένα ζεύγος κρίκων τοποθετημένο σε εγκάρσια διάταξη στο κάτω μισό της θωρακικής επιφάνειας ήταν λανθασμένες. Δυστυχώς η λανθασμένη αυτή διάταξη των κρίκων μεταφέρθηκε αναπόφευκτα στην σύγχρονη Ηρωική αγαλματοποιία (9) καθώς και σε άλλες μορφές απεικονιστικής τέχνης π.χ. ζωγραφική. Η επιλογή της λεόντειας μορφής των βάσεων αυτών μονάχα τυχαία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αφού το λιοντάρι αποτελούσε διαχρονικά το βασιλικό σύμβολο της δύναμης, της αρρενωπότητας και της εξουσίας. Ακόμα περισσότερο, κάποιου είδους υπόγειας συσχέτισης με λατρευτικά σύμβολα προερχόμενα από την θρησκευτική σφαίρα επιρροής δεν θα πρέπει να αποκλείεται (10).

Στο κάτω μισό του δεξιού υπομασχάλιου ελάσματος η ανάγλυφη παράσταση της θεάς Αθηνάς έχει επικολληθεί στην θέση της με ράψιμο απευθείας στην δερμάτινη επιφάνεια και όχι στο μέταλλο γεγονός που ενισχύει εμμέσως την ύπαρξη εξωτερικής δερμάτινης / υφασμάτινης επίστρωσης. Ο μεγάλος αριθμός των οπών μικρής διαμέτρου περιμετρικά του ορθογώνιου πλαισίου της αναπαράστασης δεν αφήνει κενά για άλλη ερμηνεία δηλ. δεν ήταν μόνιμα πριτσινομένη απευθείας στο μέταλλο.

Οι χρυσές λωρίδες με τα Λεσβιακά κυμάτια έχουν αντιγραφεί σε μπρούτζινα φύλλα (σφυρηλάτηση σε πίσσα, μια επίμονη και απαιτητική διαδικασία) και έχουν τοποθετηθεί με πολύ λεπτά στρογγυλοκέφαλα μπρούτζινα πριτσίνια στις ακρογραμμές των τμημάτων της πανοπλίας σύμφωνα με το αρχαιολογικό πρωτότυπο. Οι διακοσμητικές λωρίδες οριοθετούν με κάποιο τρόπο την περίμετρο των αρθρωτών τμημάτων του θώρακα «τεμαχίζοντας» τις επιφάνειες σε επιμέρους μικρότερα παραλληλόγραμμα αυτόνομα ορθογώνια «πινάκια».Το συνολικό μήκος των διακοσμητικών αυτών λωρίδων αν τοποθετηθούν σε μια νοητή σειρά ξεπερνούν τα εννέα μέτρα. Οι λωρίδες είχαν σφυρηλατηθεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να σχηματίζεται μια έντονα τρισδιάστατη επιφάνεια που συνεισφέρει ακόμα ένα εντυπωσιακή στοιχείο στην όλη αισθητική του τέχνεργου. Τόσο το αυθεντικό υλικό κατασκευής (χρυσός) όσο και το και η φέρουσα ανάγλυφη διακόσμηση των λωρίδων αυτών προσδίδει αναμφίβολα μια έντονη νότα πολυτέλειας και αίγλης. Αν στις λωρίδες, συνυπολογιστούν οι χρυσοί λεοντόμορφοι κρίκοι και το ανάγλυφο τότε κατατάσσουν τον θώρακα στην κατηγορία του «ολόσωμου κοσμήματος». Μεγάλη επιμέλεια στην περίπτωση των λωρίδων έχει δοθεί στα σημεία αλληλοεπικάλυψής τους κάτι που μπορεί να γίνει μονάχα μετά από is situ μελέτη του θώρακα στο Μουσείο της Βεργίνας. Τα ελάσματα αυτά λόγω του πριτσινόματος τους λειτουργούν και ως ιδανική στερέωση για την δερμάτινη μεμβράνη καθώς και για τα μεταξωτά υφάσματα.

Στην άνω μισό τμήμα της εμπρόσθιας επιφάνειας , κάτω από την περιοχή που εφάπτεται το άκρο της αριστερής επωμίδας έχει τοποθετηθεί ένα μπρούτζινο πόμολο με την μορφή μιας κατακόρυφης στήλης τριάμισι πόντων μήκους και διαμέτρου ενός πόντου. Κοιτάζοντας κάποιος προσεκτικά την περιοχή αυτή στον αυθεντικό θώρακα διαπιστώνει μια προεξοχή η οποίο έχει υποστεί διάβρωση σε μεγάλο βαθμό. Αυτό εμποδίζει τον παρατηρητή να κατανοήσει τον ρόλο που αρχικά διαδραμάτιζε πριν χιλιάδες χρόνια. Πρόκειται για μια μικρή λαβή η οποία εξυπηρετούσε το δεξιόστροφο άνοιγμα του εμπρόσθιου ελάσματος καθώς το δεξί χέρι μπορούσε να πιάσει το σημείο αυτό και να υποβοηθήσει στην απασφάλιση – ασφάλιση της πανοπλίας. Η ανάγκη ύπαρξης μιας τέτοιας λαβής γίνεται απολύτως κατανοητή μονάχα κατά την πρακτική δοκιμή του θώρακα.

Επιπροσθέτως, στην πίσω πλευρά του κατευχενίου, στην μέση του «κάδρου» που σχηματίζουν οι ταινίες τοποθετήθηκε “καταχρηστικώς” μια αποτροπαϊκή μπρούτζινη κεφαλή Γοργονείου, αντίγραφο των κεφαλών που βρέθηκαν στον προθάλαμο του ιδίου ταφικού μνημείου με τον θώρακα.

Το πλαίσιο που αναφέρει ο κ. Ανδρόνικος, το οποίο βρίσκεται ακριβώς πίσω από το μετωπικό θωράκιο, αποτέλεσε το μεταλλικό σκελετό για την δημιουργία ενός δερμάτινου θύλακα γεμισμένου με φυσικό μαλλί προβάτου. Ένα είδος «μαξιλαριού» στερεωμένο σε μεταλλική κάσα , με δερμάτινα μαλακά τοιχώματα πορφυρού χρώματος και φυσικό μαλλί στο εσωτερικό του. Η δερμάτινη αυτή κάψουλα εφάπτεται με την εσωτερική επιφάνεια του θωρακικού τμήματος (δεν είναι ορατή στον παρατηρητή) της πανοπλίας λειτουργώντας από την μια ως μηχανισμός απορρόφησης κραδασμών και από την άλλη προσφέροντας μεγαλύτερη άνεση στον χρήστη της.

Για την εσωτερική επένδυση του θώρακα έχει χρησιμοποιηθεί ξανά φυσικό μαλλί προβάτου το οποίο εφάπτεται στα εσωτερικά τοιχώματα των σιδερένιων ελασμάτων. Ιδιαίτερα παχύ στρώμα μαλλιού τοποθετήθηκε στην εσωτερική πλευρά των επωμιδών για καλύτερη και αποτελεσματικότερη εφαρμογή κατά την χρήση του. Για φόδρα χρησιμοποιήθηκε μεταξωτό ύφασμα δύο στρώσεων το οποίο συρράφηκε με κλωστή απευθείας στο μέταλλο διαμέσου δεκάδων μικρών οπών ανοιγμένες στην περίμετρο των ελασμάτων σε συμφωνία με το αρχαιολογικό πρότυπο. Η ύπαρξη αυτών των οπών άμεσα αποδεικνύει ότι ο θώρακας έφερε το δικό του εσωτερικό μαλακό ιστό γεγονός που έκανε περιττή την ύπαρξη κάποιου ειδικού ρουχισμού από την πλευρά του φορέα του π.χ εφαπλωματοποιημένο γιλέκο. Η διαδικασία της εσωτερικής κάλυψης του θώρακα με μαλακό οργανικό υπόστρωμα είναι κάτι το χρονοβόρο και απαιτητικό.

Όσο αφορά τις πτέρυγες για την κάλυψη του άνω μέρους των ποδιών επιλέχθηκε δέρμα μαύρου χρώματος μεγάλου διαμετρήματος (5-6 χιλιοστών). Για διακοσμητικούς λόγους κάθε πλευρικό τελείωμα των επιμέρους κάθετων λωρίδων τυλίχθηκε με πορφυρό χρώμα στερεωμένο μόνιμα με ραφή ενώ στα οριζόντια άκρα προστέθηκαν πλούσιες κροσσωτές απολήξεις πορφυρού δέρματος. Συνολικά δύο σειρές πτερύγων τοποθετήθηκαν, μία εσωτερική και μία εξωτερική μικρότερου μήκους οι λωρίδες της οποίας καλύπτουν τα κατακόρυφα κενά που σχηματίζουν οι λωρίδες της εσωτερικής πτέρυγας. Η σύνδεση τους με τον κύριο κορμό του θώρακα επιτυγχάνεται με την βοήθεια ενός μηχανισμού με μαργαριτόμορφους μπρούτζινους πύρους και εσωτερικές ασφάλειες (11). Εξωτερικά είναι ορατές μονάχα οι περίτεχνες κεφαλές των πύρων οι οποίες αναπαριστούν δύο ομόκεντρες μαργαρίτες με πέταλα. Πολύ συγγενικό μοτίβο συναντούμε επίσης στην χρυσή λάρνακα του Φιλίππου. Ο μηχανισμός αυτός επιτρέπει την κατά βούληση απόσπαση των πτερύγων και την ξανα- τοποθέτηση τους. Η απευθείας στερέωση των δερμάτινων πτερύγων στο κάτω περιμετρικό χείλος των τεσσάρων ελασμάτων της πανοπλίας επιλέχθηκε διότι αποτελεί την πιο δόκιμη αρχιτεκτονική λύση στην περίπτωση που επιδιώκεται κατασκευαστική ομοιότητα με τον τύπο θωράκισης Λινοθώρακα.

Αν και η ύπαρξη δερμάτινων επωμίδων δεν μπορεί να αποδειχθεί από τα αρχαιολογικά ευρήματα, για ιστορικούς λόγους κρίθηκε σκόπιμο να κατασκευαστούν. Οι επωμίδες έχουν αποκατασταθεί από δερμάτινες λωρίδες μικρού μήκους σε δύο αλληλοεπικαλυπτόμενες σειρές με πορφυρά κροσσωτά τελειώματα ως διακόσμηση. Επίσης μικρού μεγέθους μπρούτζινες λεοντοκεφαλές έχουν τοποθετηθεί στην εξωτερική σειρά των δερμάτινων λωρίδων ενισχύοντας τον βασιλικό χαρακτήρα της πανοπλίας. Η διάταξη των επωμιδών αποτελεί ξεχωριστό εξάρτημα και δεν συνδέεται απευθείας με τον μεταλλικό σκελετό της πανοπλίας. Στερεώνονται στην θέση τους με την βοήθεια ενός δερμάτινου ανθεκτικού στηθόδεσμου που ασφαλίζει με την βοήθεια αγκράφας στην μπροστινή πλευρά του στήθους γεγονός που διευκολύνει την ταχεία απελευθέρωση. Οι πτέρυγες καλύπτουν τα πλαϊνά μέρη των ώμων παρέχοντας μια στοιχειώδη προστασία ενώ συνεισφέρουν ακόμα ένα στοιχείο μεγαλοπρέπειας και εντυπωσιασμού(12).

Από πρακτικής σκοπιάς είναι σίγουρο ότι η πανοπλία ήταν σε μεγάλο ποσοστό λειτουργική. Τα τόσα ιδιαίτερα αρχιτεκτονικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά της δεν αφήνουν περιθώρια για αμφιβολίες, αντανακλούν προσαρμογές για εξυπηρέτηση πρακτικών αναγκών. Η ύπαρξη δεκάδων μικρών οπών στην περίμετρο των μεταλλικών ελασμάτων ως σημεία στερεώσεως της εσωτερικής επένδυσης( επωμίδες και πλάγια ελάσματα) , ο οργανικός « φάκελος» πίσω από την θωρακική επιφάνεια και η ύπαρξη του φυλακτού της Θεάς Αθηνάς στην δεξιά υπομασχάλια πλευρά είναι κατασκευαστικές λεπτομέρειες που αποδεικνύουν πως ο προορισμός της πανοπλίας ήταν όχι μονάχα για διακοσμητικούς σκοπούς. Όλα αποδεικνύουν πως η μέριμνα και η σωματική ασφάλεια του φορέα της ήταν εξαρχής ο βασικός άξονας της κατασκευής της. Ωστόσο το τελικό συμπέρασμα που προκύπτει μετά από δοκιμές της είναι ότι ο θώρακας παρόλο τις αξιοσημείωτες τεχνικές διατάξεις και ρεαλιστικές διαστάσεις του δεν ήταν 100% επιχειρησιακός. Τα υψηλά τοιχώματα των ελασμάτων του κορμού καθιστούν απαγορευτική την χρήση της πανοπλίας από αναβάτες ίππου αλλά και στην περίπτωση χρήση της από πεζικάριους η δυσκολίες θα ήταν μεγάλες όσον αφορά την ευελιξία του οπλίτη π.χ θα παρουσίαζε αρκετές δυσκολίες στις απόπειρες επικύψεων. Επίσης, σημαντική κατασκευαστική ανατομική αστοχία παρατηρείται στο πάνω μέρος της ραχιαίας επιφάνειας. Είναι υπερβολικά υψηλή, έτσι ώστε να καλύπτει την ανδρική άνω πλάτη, κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα να παρουσιάζεται έντονη δυσλειτουργία όσον αφορά την προσαρμογή των τοξοειδών επωμιδών. Ίσως δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαία η ύπαρξη οπών στην περίμετρο των επωμιδών ( όπου και παρατηρείται και η μεγαλύτερη πυκνότητα τους.) ακόμα και αν χρειάστηκε να θυσιαστεί η ακεραιότητα των διακοσμητικών ταινιών καθώς αυτές διανοιχθήκαν πάνω τους υποβαθμίζοντας εν μέρει την αισθητική τους. Εκ του αποτελέσματος οι οπές πρέπει να κρίθηκαν αναγκαίες έτσι ώστε να στερεωθεί αποτελεσματικά μια παχιά στρώση στην εσωτερική πλευρά των επωμιδών έτσι ώστε το στερεωμά τους πάνω στους ώμους του φορέα να ήταν δυνατή. Επίσης το μεγάλο ύψος του μεταλλικού καταυχενίου κάνει απαγορευτική την χρήση κράνους μιας και η πίσω πλευρά αυτού θα προσκρούει στην σχεδόν κατακόρυφη μεταλλική επιφάνεια. H περίπτωση των αυθεντικών κρίκων πρόσδεσης είναι προβληματική εξίσου, ο πρώτος λόγος αφορά το ίδιο το υλικό κατασκευής τους και ο δεύτερος την μικρή διάμετρο τους (3 χιλιοστά). Και τα δύο κρίνονται ακατάλληλα για τον σκοπό που εξυπηρετούν. Οι κρίκοι πρέπει να είναι ισχυροί για να μπορούν να αντέχουν τις πιέσεις από τα δερμάτινα λουριά αλλιώς αργά ή γρήγορα θα ανοίξουν. Τέλος, από τεχνικής σκοπιάς το ζευγάρι των χρυσών μεντεσέδων που αγκιστρώνουν τις επωμίδες δεν μπορεί να κριθεί αξιόμαχο. Τα υπερβολικά λεπτά φύλλα χρυσού που χρησιμοποιήθηκαν καθώς και τα μικροσκοπικά πριτσίνια στερέωσης αυτών δεν θα μπορούσαν να είχαν επιλεγεί για να ανταποκριθούν στις σκληρές συνθήκες μάχης όπου η αντοχή των θωράκων διαδραμάτιζε πρωτεύοντα και ουσιαστικό ρόλο.

Θα πρέπει εύλογα να υποθέσουμε ότι ο ρόλος της πανοπλίας περισσότερο θα πρέπει να εξυπηρετούσε κοινωνικούς παρά πολεμικούς σκοπούς. Τα στοιχεία καταδεικνύουν πως ήταν ακόμα ένας μηχανισμός εντυπωσιασμού και πολιτικής προπαγάνδας από την πλευρά του Ηγεμόνα που αποσκοπούσε στην ενδυνάμωση του κύρους και της αίγλης του. Η αρχική σύλληψη του δημιουργού της ήταν να κατορθώσει να κατασκευάσει κάτι εντυπωσιακό, πρωτότυπο με εκθαμβωτική πολυτελής διακόσμηση. Δέρμα, χρυσάφι, μεταξωτά κεντήματα, ανάγλυφα .. κοντολογίς ένα ολόσωμο ανδρικό κόσμημα προορισμένο για έναν δυνατό και φιλόδοξο Ηγεμόνα. Οι ορθογώνιες ευμεγέθης επιφάνειες του θώρακα αποτελούν ιδανική περίπτωση για να δεχθούν πολλά διακοσμητικά στοιχεία με κανονική και συμμετρική ανάπτυξη. Η παρούσα απόπειρα ανακατασκευής αποδεικνύει περίτρανα τον παραπάνω συλλογισμό, ο θώρακας αντανακλά το κλέος και την δύναμη της Μακεδονίας του Φιλίππου ΄Β.

Στο ταφικό συγκρότημα βρέθηκαν συνολικά τρία ζευγάρια επίχρυσων περικνημίδων. Ένα ζευγάρι είχε αποτεθεί στο προθάλαμο του τάφου ενώ τα άλλα δύο βρέθηκαν στο εσωτερικό του κυρίως δώματος πεσμένα στο πάτωμα . Για ευνόητους λόγους επιλέχθηκε να ανακατασκευαστούν οι περικνημίδες που έχουν ταυτιστεί εδώ και χρόνια με την πανοπλία του Φιλίππου και βρίσκονται τοποθετημένες ακριβώς κάτω από αυτήν. Οι εν λόγω περικνημίδες ακολουθούν την βασική ανατομία της ανθρώπινης κνήμης και των επιγονατίδων. Από στιλιστική σκοπιά δεν παρατηρούνται έντονες μυϊκές μορφώσεις μιας και έχουν αποφευχθεί οι μυώδεις υπερπλασίες που παρατηρούνται σε άλλες του είδους. Τα δύο αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά που τις διακρίνουν είναι το ευμεγέθη χείλος που βρίσκεται στο τμήμα πάνω από την επιγονατίδα καθώς και το ευθυτενές τους κατά τον κάθετο άξονα. Αξίζει να αναφερθεί ότι δεν παρατηρούνται μικρές τρύπες σε ισομήκη διαστήματα στο χείλος των ελασμάτων (όπως είναι το σύνηθες ) με σκοπό την κάλυψη τους με ύφασμα ή δέρμα. Το συμπέρασμα είναι ότι η εσωτερική επιφάνεια των περικνημίδων είχε καλυφθεί με οργανικό υλικό χωρίς την χρήση ραψίματος τους στο μέταλλο ή ότι το οργανικό υλικό βρίσκονταν στερεωμένο απευθείας στις κνήμες του πολεμιστή. Και στα τρία ζευγάρια περικνημίδων απουσιάζουν οπές ραψίματος στην περιφέρεια των ελασμάτων. Στην συγκεκριμένη περίπτωση οι περικνημίδες ανακατασκευάστηκαν από μπρούτζινα ελάσματα με την τεχνική της παραδοσιακής σφυρηλάτησης και το εσωτερικό τους καλύφθηκε με στρώμα μαλλιού προβάτου και ύφασμα με την βοήθεια κόλλας.

Παρατηρήσεις

  1. Το ακέραιο της πανοπλίας κατά την εναπόθεση της στον κεντρικό ταφικό θάλαμο δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί απόλυτα. Η πιθανότητα να ήταν ένα από τα πολλά προσωπικά αντικείμενα του Ηγεμόνα που αποτέθηκαν στην τελετουργική νεκρική πυρά δεν θα πρέπει να αποκλείεται. Στην περίπτωση αυτή τα οργανικά μέρη του θώρακα δηλ. δέρματα και υφάσματα θα πρέπει να απανθρακώθηκαν ενώ τα μεταλλικά μέρη ( σίδηρος και χρυσός) πιθανόν υπέστησαν κάποιες ζημιές (μερική τήξη μετάλλων). Από την άλλη, το γεγονός πως ο κ.Ανδρόνικος αναφέρει ότι κάποια οργανικά μέρη ήταν ακόμα ορατά στο εσωτερικό της πανοπλίας δηλώνει είτε ότι δεν αποτέθηκε καθόλου στην πυρά είτε ακόμη η καύση της να μην ήταν πλήρης. Προβληματισμό προκαλεί η παρουσία μερικών από των λεοντοκεφαλών (τουλάχιστον δύο όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες αρχείου) της πανοπλίας καθώς αυτές ευρέθηκαν μερικά δεκάδες εκατοστά δεξιότερα του κυρίως ευρήματος. Σημαντικό είναι ότι και οι δύο χρυσές λεοντόμορφες βάσεις κοιτούσαν προς τα άνω. Υπό κανονικές συνθήκες, η αποκόλληση τους από τα ελάσματα της πανοπλίας θα έπρεπε να τα βρει ανάμεσα στα υπόλοιπα θραύσματα της πανοπλίας και όχι τόσο απομακρυσμένα από αυτήν. Για αυτή την ασυνέχεια μονάχα υποθέσεις μπορούν να γίνουν όπως π.χ να αποκολλήθηκαν κατά την μεταφορά – σύρσιμο της πανοπλίας στον θάλαμο λίγο πριν το σφράγισμα του.
  2. Η αυτούσια περιγραφή του Μανόλη Ανδρόνικου για την πανοπλία προέρχεται από το επιστημονικό πόνημα του «Βεργίνα. Οι Βασιλικοί τάφοι και η Αρχαία Πόλη» που δημοσιεύτηκε το 1984.Σελίδα 137.
  3. Η τρομακτική οξείδωση που έχουν υποστεί οι τέσσερεις μεντεσέδες του κορμού συνηγορεί υπέρ της υποθέσεως πως το υλικό κατασκευής τους δεν ήταν από χρυσό όπως συμβαίνει με τους αντίστοιχους των επωμιδών.
  4. Φαίνεται πως όλες οι λεοντόμορφες βάσεις προέρχονται από την ίδια μήτρα χύτευσης καθώς δεν παρατηρείται κάποια ασυνέχεια στην μορφή και στο μέγεθος τους. Η θέση τους στην σημερινή κατάσταση εξακολουθεί να είναι μερικώς λανθασμένη, το εμπρόσθιο οριζόντιο ζεύγος των κεφαλών βρίσκεται πολύ χαμηλά αφού σχεδόν εφάπτεται με την οριζόντιο διακοσμητική ταινία του θώρακα.
  5. Τα κυμάτια αυτά μπορούν να παρατηρηθούν με μικρές παραλλαγές και σε άλλα κτερίσματα ακόμα και του ίδιου τάφου π.χ διακόσμηση φαρέτρας του προθαλάμου. Επίσης παρόμοια σχεδόν διακόσμηση όσον αφορά την υπό μελέτη καλλιτεχνική θεματική φέρει πανοπλία τύπου Λινοθώρακα που απεικονίζεται να φοράει ο Αχιλλέας σε ερυθρόμορφο Aττικό αγγείο του 5ου π.χ αιώνα ( ο αμφορέας βρίσκεται στο Μουσείου του Βατικανού. Αριθμός αντικειμένου :16571.Κατά ένα παράδοξο τρόπο ο Λινοθώρακας του Αχιλλέα μοιράζεται βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία με τον υπό εξέταση θώρακα του Φιλίππου Β’).Παρόμοια κυμάτια διαθέτει και ο περίφημος Μακεδονικός κρατήρας του Δερβενίου που εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Εντυπωσιακή είναι η ανθεκτικότητα του καλλιτεχνικού αυτού μοτίβου στο πέρασμα των αιώνων. Ο σημερινός επισκέπτης του Μαυσωλείου του Θεοδώριχου στην Ραβέννα της Ιταλίας ( χτισμένο σχεδόν εννέα αιώνες μετά τον Φίλιππο Β΄, πρώτο μισό του 6ου μ.Χ αιώνα) με λίγη προσοχή θα μπορέσει να το παρατηρήσει ως ένα ακόμα στοιχείο που απαρτίζει την εξωτερική διακόσμηση του οικοδομήματος.
  6. Δες σημείωση 2.
  7. Ίσως μονάχα το γεγονός ότι ο σίδηρος θα καλύπτονταν με δέρμα και άλλα οργανικά υλικά να είναι ικανή απάντηση αιτιολόγησης της συγκεκριμένης επιλογής.
  8. Αξίζει να σημειωθεί πως δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε αν η τοποθέτηση των κρίκων στην περιοχή του στόματος των λεοντόμορφων βάσεων ήταν πανομοιότυπος. Πιθανότατα ο κύριος άξονας των πλαϊνών κρίκων να μην ήταν οριζόντιος, όπως συμβαίνει με τους εμπρόσθιους, αλλά κάθετος γεγονός που θα διευκόλυνε περισσότερο τα πλαϊνά δεσίματα.
  9. Η σύγχρονη «αρματωμένη»Ηρωϊκή αγαλματοποιία όσον αφορά την καλλιτεχνική αναπαραγωγή προσωπικοτήτων της Ελληνικής Ιστορίας παρουσιάζει πολλά προβλήματα όσον αφορά την ρεαλιστική απεικόνιση τους ( σε Ελλάδα και εκτός Ελλάδος). Αυτό ως ένα βαθμό είναι φυσικό και δικαιολογείται λόγω της ελλείψεως βασικών αρχετύπων προς αντιγραφή. Τα δύο πιο γνωστά αγάλματα που απεικονίζουν τον Φίλιππου Β΄ να φέρει την πανοπλία του ( Θεσσαλονίκη και Σκόπια) παρουσιάζουν αποκλίσεις από τα αρχαιολογικά και ιστορικά πρότυπα.
  10. Καβείρια Μυστήρια. Λατρεία Κυβέλης κλπ.
  11. Το πραγματικό ύψος των τεσσάρων τουλάχιστον ελασμάτων του κορμού του αυθεντικού θώρακα ήταν στην πραγματικότητα μερικά εκατοστά μεγαλύτερο (4-5 εκατοστά κατά εκτίμηση ) απ’ότι μπορούμε να παρατηρήσουμε σήμερα. Η οξείδωση, μετά από τόσους αιώνες παραμονής του στα έγκατα της γης, είχε σαν αποτέλεσμα να χαθεί μεγάλο τμήμα του κάτω χείλος της πανοπλίας. Το ατυχές αυτό συμβάν δυσκολεύει τον σύγχρονο ερευνητή / καλλιτέχνη στην προσπάθεια του να ανασυνθέσει τον μηχανισμό τρόπο με τον οποίον επιτυγχάνονταν η σύνδεση των δερμάτινων πτερύγων σε αυτό. Πιθανότατα η έντονη οξείδωση που έχει υποστεί το κάτω χείλος της πανοπλίας σε όλη την περίμετρο να οφείλεται στην παρουσία εφαπτόμενου σε αυτό οργανικού υλικού που επίτεινε μια πιο επιθετική οξείδωση. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι το οργανικό υλικό των πτερύγων (δέρμα ή ύφασμα) βρίσκονταν συνδεδεμένο απευθείας στο σώμα του θώρακα και δεν αποτελούσε ένα ξεχωριστό εξάρτημα πχ. εφαρμογή πτερύγων με ζωστήρα μέσα από την πανοπλία κλπ.
  12. Η ύπαρξη τέτοιου τύπου επωμίδων πιστοποιείται από διάφορες καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της εποχής π.χ Μωσαϊκό Αλεξάνδρου.

 

Κατσίκης Δημήτρης
Φεβρουάριος 2015
Αθήνα