To έπος της Ιλιάδας του Ομήρου στοιχειώνει τον Δυτικό πολιτισμό πάνω από δυόμιση πλέον χιλιετίες. Όταν οι ρήτορες και η λαμπρότητα των Αθηνών του 5ου αιώνα π.Χ ήδη μόλις μία γενεά μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο αποτελούσε μία νοσταλγική ανάμνηση η εικόνα του Αρειμάνιου πάνοπλου Αχιλλέα να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του παρέμενε ακόμη ακλόνητη στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως το αρχέτυπο του πολεμοχαρούς Αχιλλέα θα βρει τελικά την ιδανική του ενσάρκωση στο θνητό πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μία εποχή προφανώς απομακρυσμένη από την Ηρωϊκή εποχή των Ελλήνων. Με την σειρά του ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ιστορικός πλέον Αχιλλέας με σάρκα και οστά, θα καταστεί το υπόδειγμα άσκησης αρετής και έμπνευσης για μια σειρά από πολιτικούς και στρατιωτικούς άνδρες που ξεκινά με τους Διαδόχους, συνεχίζει με τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες για να καταλήξει προσωρινά σε μεγάλους άνδρες του πρόσφατου Ευρωπαϊκού και μη παρελθόντος.
To έπος της Ιλιάδας του Ομήρου στοιχειώνει τον Δυτικό πολιτισμό πάνω από δυόμιση πλέον χιλιετίες. Όταν οι ρήτορες και η λαμπρότητα των Αθηνών του 5ου αιώνα π.Χ ήδη μόλις μία γενεά μετά τον Πελοποννησιακό πόλεμο αποτελούσε μία νοσταλγική ανάμνηση η εικόνα του Αρειμάνιου πάνοπλου Αχιλλέα να κυριαρχεί επί των αντιπάλων του παρέμενε ακόμη ακλόνητη στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός πως το αρχέτυπο του πολεμοχαρούς Αχιλλέα θα βρει τελικά την ιδανική του ενσάρκωση στο θνητό πρόσωπο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, σε μία εποχή προφανώς απομακρυσμένη από την Ηρωϊκή εποχή των Ελλήνων. Με την σειρά του ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ιστορικός πλέον Αχιλλέας με σάρκα και οστά, θα καταστεί το υπόδειγμα άσκησης αρετής και έμπνευσης για μια σειρά από πολιτικούς και στρατιωτικούς άνδρες που ξεκινά με τους Διαδόχους, συνεχίζει με τους Ρωμαίους Αυτοκράτορες για να καταλήξει προσωρινά σε μεγάλους άνδρες του πρόσφατου Ευρωπαϊκού και μη παρελθόντος.
Ο θεματικός πυρήνας του έπους είναι ο πόλεμος, η ένοπλη σύγκρουση, η περήφανη νίκη, η εξασφάλιση της υστεροφημίας, τα πάθη και τελικά η τραγικότητα του ένδοξου θανάτου και της αναντικατάστατης απώλειας ακόμα και για τους μη έχοντες θνητή γενεαλογία. Η εφήμερη δόξα (κῦδος), το αιώνιο κλέος (κλέος ἐσθλόν), το κατόρθωμα της επιφανούς νίκης, το ηρωικό ανδραγάθημα που υπερνικά τους αναστολείς του θνητού φόβου αποτελούν τις ηθικές αφετηρίες και τα ιδεατά κίνητρα που προστάζουν Θεούς, ημίθεους και θνητούς να δράσουν. Μέσα στην γενική αυτή πολεμική ατμόσφαιρα οι πανοπλίες και γενικότερα οι πολεμικές εξαρτύσεις των πρωταγωνιστών διαδραματίζουν ένα πρωτεύοντα ρόλο μιας και η τάση του Ομήρου είναι να εστιάζει στην φυσική εμφάνιση των σημαινόντων ηρώων και στα καυχήματα τους και όχι στην εξέλιξη της γενικής εμπλοκής. Αυτό που μονοπωλεί το ενδιαφέρον στην θεματική πλοκή του Ομήρου είναι η δράση των επίλεκτων Πρόμαχων του Τρωϊκού πολέμου και όχι το ανώνυμο πλήθος των θνητών (πλύθης). Η κατοχή πανοπλίας από τους Προμάχους ( Αχιλλέα, Έκτορα, Μενέλαο, Πάρη κλπ.) είναι δηλωτικό πολεμικής αρετής (θεόδοτο εὖχος ), αποδεικτικό στοιχείο ευγενικής καταγωγής, σήμα ανδρείας, θριάμβου και Εγωισμού.
Τα διαθέσιμα παραδείγματα σχετικά με την πολυεπίπεδη σημαντικότητα των πανοπλιών πολλά π.χ τα άμβροτα άρματα του Αχιλλέα γίνονται λάφυρα στα χέρια του Έκτορα και των Τρώων (Ιλιάδα, Ρ.125), η Θέτιδα θα προβεί προσωπικά σε παραγγελία από τον ίδιο τον Ήφαιστο για τα νέα όπλα του Αχιλλέα (Ιλιάδα, Σ 478-616), οι πανοπλίες των ηρώων ξεχωρίζουν πάντοτε για την αστραφτερότατα των μετάλλων τους (Ιλιάδα,Ν. 719-720), οι Έλληνες με τις εξαρτύσεις τους ορθώνονται σαν τείχος από μπρούτζο (Ιλιάδα, Ό. 566-567) κα.
Τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα αναφορικά με πανοπλίες προερχόμενες από τον Ύστερο Μυκηναϊκό κόσμο (15ος - 11ος π.Χ αιώνα) σε συνδυασμό με τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις της εποχής, τις Ομηρικές αφηγήσεις (θώρηκος γύαλον) και τα ιδεογράμματα της Γραμμικής 'Β (πινακίδες Πύλου, Φαιστού, Τίρυνθας, Μυκηνών κλπ.) μας επιτρέπουν την απόπειρα ανακατασκευή των θωράκων (to-ra-ke) της Μυκηναϊκής εποχής. Οι Έλληνες της εποχής του Ομήρου (8ος π.Χ αιώνα) είναι παραπάνω από ακαδημαϊκή εικασία πως είχαν πιάσει στα χέρια τους θώρακες των προηγούμενων αιώνων. Ας μην λησμονούμε το γεγονός πως ζούσαν ανάμεσα στα μεγαλοπρεπή ερείπια του Μυκηναϊκού πολιτισμού π.χ τάφους, ανάκτορα που ακόμη και μετά την πτώση του εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και το δέος με τα εναπομείναντα επιτεύγματα του. Η τυπολογία των Μυκηναϊκών πανοπλιών είναι πλούσια και εντυπωσιακή. Στην πορεία πέντε τουλάχιστον αιώνων (16ος - 11ος π.Χ) το πλήθος των παραγόμενων θωράκων από τα χέρια των Ελλήνων αρματοποιών είναι εντυπωσιακό τόσο από κατασκευαστική όσο και από καλλιτεχνική/αισθητική προσέγγιση. Ολομεταλλικές πανοπλίες, σύνθετες οργανικές, φολιδωτές όλες κατείχαν το δικό τους ξεχωριστό ρόλο στον επικό και λαμπρό κόσμο του Αχιλλέα και του Αγαμέμνονα.
Πολύ συχνά προκύπτει το ερώτημα για το κατά πόσο η επιλογή ενός ολομεταλλικού θώρακα (αρθρωτού ή μη) κρίνεται καταλληλότερη σε σύγκριση με έναν οργανικό θώρακα (σύνθετου ή μη) και δευτερευόντως, ποιος από τους δύο αυτούς τρόπους θωράκισης ήταν πιο προσφιλής στους Έλληνες της Ηπειρωτικής Ελλάδος από τον 15o μέχρι τον 5ο π.Χ αιώνα.