Οι πανοπλίες των Βυζαντινών είναι άγνωστες στο ευρύ κοινό και αυτό διότι δεν υπάρχουν αρκετά αρχαιολογικά ευρήματα ικανά για να επιτρέψουν μία εύκολη και άμεση ανακατασκευή της αρχικής μορφής τους. Παρόλα αυτά, εύκολα κάποιος μπορεί να τις θαυμάσει στις αγιογραφίες των Ορθόδοξων Εκκλησιών καθώς και σε άλλες μορφές θρησκευτικής τέχνης, π.χ. ανάγλυφα, είδη διακόσμησης κλπ.
Όπως συνέβη και στην περίπτωση των Μοναρχών των Ελληνιστικών βασιλείων , οι Αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής και εν συνεχεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μπορούσαν να περάσουν στην σφαίρα της θεοποίησης / αγιοποίησης / θρύλου μονάχα μέσω ένοπλων συγκρούσεων και νικηφόρων αγώνων. Η αθανασία τους έπρεπε να κερδηθεί επάξια διαμέσου πετυχημένων εκστρατειών. Η μεταφυσική αυτή εκφράστηκε ήδη στην τέχνη των Ελληνιστικών χρόνων με την κοσμική και θρησκευτική απεικόνιση αρματωμένων Βασιλέων γεγονός που συνεχίστηκε σχεδόν απαράλλαχτα και στην Ρωμαϊκή και στην Βυζαντινή περίοδο.
Οι πανοπλίες των Ορθόδοξων Στρατιωτικών Αγίων αντανακλούν ακριβώς την δύναμη των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, το αήττητο του Βυζαντινού στρατού, την μεγαλοπρέπεια της Αυτοκρατορίας, τον θρίαμβο των Νικών, τις Ρωμαϊκές στρατιωτικές αρετές (virtus invicta, virtus perpetua, auctoritas, dignitas, virtus, pietas), την Θεϊκή προστασία/Πρόνοια. Μέχρι σήμερα δεν έχει ευρεθεί κάποιο ειδικό εγχειρίδιο που να περιγράφει την ακριβή κατασκευή Βυζαντινών πανοπλιών (γνωστών στην ορολογία της εποχής με τον όρο «Κλιβάνια» ), η ανασύνθεσή τους επιτυγχάνεται διαμέσου ενός συνδυασμού ιστορικών στοιχείων και μεθόδων.
Αναφορές σε Βυζαντινές πανοπλίες επισημαίνονται στις κάτωθι πραγματείες :
Οι Βυζαντινοί είχαν μία έμφυτη προτίμηση στην κατασκευή σύνθετων επιβλητικών Θωράκων, το δέρμα και το μέταλλο ήταν τα δύο βασικά στοιχεία των Κλιβανίων. Οι βασικοί τύποι Κλιβανίων κατά την περίοδο του 10ου και 11ου αιώνα μ.Χ ήταν οι εξής :
Ο συνδυασμός των παραπάνω τύπων πανοπλιών έχει σαν αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποικιλίας αμυντικού οπλισμού. Ένας βαριά εξοπλισμένος Βυζαντινός Κατάφρακτος ήταν σχεδόν άτρωτος από εχθρικές προσβολές.
Σήμερα , μετά από τουλάχιστον 6 αιώνες , είναι δυνατή η αναδημιουργία της Αμυντικής εξαρτήσεως των Στρατιωτικών Αγίων της Ορθοδοξίας σε φυσικό μέγεθος με παραδοσιακές τεχνικές σφυρηλατήσεως και φυσικά υλικά όπως μπρούτζος, δέρμα και ύφασμα . Για πρώτη φορά στον νεότερο Ελληνισμό επιτυγχάνεται η "τρισδιάστατη Αγιογραφία" εγκαταλείποντας τις δύο περιορισμένες διαστάσεις των τοίχων και των μουσαμάδων. Είναι χαρακτηριστικό πως οι Ορθόδοξοι Αγιογράφοι τουλάχιστον από τα μέσα του 15ου αιώνα μ.Χ και ύστερα , όσο αφορά την απεικόνιση των στρατιωτικών Ρωμαίικων εξαρτήσεων, αναπαρήγαγαν στα "τυφλά" τις προϋπάρχουσες μορφές αντιγράφοντας παλαιότερες Αγιογραφίες όπως του Αγίου Δημητρίου , Αγίου Αρτεμίου κ.α χωρίς εμπράκτως να έχουν επίγνωση το τι ακριβώς ζωγραφίζουν. Θα πρέπει να αναλογιστούμε πως θα φάνταζε ένα φυσικού μεγέθους ομοίωμα του Έφιππου και βαριά θωρακισμένου " χρυσοκλιβανᾶτου και χρυσοκλιβανισμένου" Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου στα μάτια του σύγχρονου Έλληνα. Η πικρή αλήθεια είναι πως η παντελής έλλειψη τέτοιου είδους εκθεμάτων/δημιουργιών από την Ελληνική Μουσειολογία έχει καθιερώσει τον Δυτικό Παπικό Φράγκο Ιππότη απόλυτο κυρίαρχο της Μεσαιωνικής περιόδου στο Ιστορικό φαντασιακό των Ελλήνων, ένα ακόμα παράδειγμα απόλυτης πολιτιστικής ηγεμονίας της Δύσεως.
Φιλολογικές/Ιστορικές Αναφορές σε Βυζαντινούς Θώρακες/"Κλιβάνια" από χρονικογράφους της Μέσης Περιόδου της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εντεύθεν.
Συλλ. Τακτ. 39, 1: «θώρακές τε ἀλυσιδωτοὶ τέλειοι μέχρι τῶν ἀστραγάλων διήκοντες».
Ο Αγαθίας, Ιστ. ΙΙ 8, 4 : «θώρακες ποδήρεις».
Ν. Χων. 62, 95: «χιτῶνας φολιδωτούς»
Άνν. Κομν. Αλ. ΧΙΙΙ 8, 1-2: «Ὅπλον γὰρ κελτικὸν χιτὼν ἐστι σιδηροῦς κρίκος ἐπὶ κρίκῳ περιπεπλεγμένος
Λ. Τακτ. VI 26: «Τὰ δὲ ἱμάτια τῶν πεζῶν ἁπάντων ἔστωσαν κονδὰ μέχρι τῶν γονάτων αὐτῶν, ἐὰν δυνατὸν αὐτοὺς ἔχειν καὶ ἐπιλώρικα»
Λ. Τακτ. V 3: «….κλιβάνια σιδηρᾶ ἢ καὶ ἐξ ἑτέρας ὕλης
Λ. Τακτ. ΧΙΧ 13: «Ἐκτὸς δὲ τῶν στρατιωτῶν ἤτοι τῶν ἄνω ἐλατῶν (….) κατάφρακτοι ἔσονται ὅπλα ἔχοντες (….) λωρίκια, κλιβάνια, εἰ καὶ μὴ ὄπισθεν, ἀλλὰ πάντων ἔμπροσθεν».
Πολύ συχνά προκύπτει το ερώτημα για το κατά πόσο η επιλογή ενός ολομεταλλικού θώρακα (αρθρωτού ή μη) κρίνεται καταλληλότερη σε σύγκριση με έναν οργανικό θώρακα (σύνθετου ή μη) και δευτερευόντως, ποιος από τους δύο αυτούς τρόπους θωράκισης ήταν πιο προσφιλής στους Έλληνες της Ηπειρωτικής Ελλάδος από τον 15o μέχρι τον 5ο π.Χ αιώνα.