Πανοπλίες της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου / Μυκηναϊκές
Πανοπλια των “Λαων της Θάλλασας”
12ου π.Χ.
Η εμφύλιες διαμάχες που ξέσπασαν στις αρχές του 12ου π.Χ αιώνα στην Νότιο Ελλάδα με αφορμή την νομή της εξουσίας μετά την επιστροφή των στρατευμάτων από την Τροία οδήγησε πολύ γρήγορα στην καταστροφή των παλατιακών κοινωνιών σε μία ομολογουμένως ανθηρή από κάθε άποψη περίοδο. Μέσα σε μερικά χρόνια οι μεγάλες Ακροπόλεις των Μυκηνών , της Τύρινθας , της Πύλου κ.α μετατράπηκαν σε ερείπια και δεν ξανακατοικήθηκαν ποτέ. Τα μέλη της ανώτερης Μυκηναϊκής κοινωνίας αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν προς τα νησιά του Αιγαίου για να γλυτώσουν από την ετοιμοπόλεμη μανία των σφετεριστών που γύρισαν ανέλπιστα από την Τροία και σύντομα αμφισβήτησαν την τρέχουσα πολιτική εξουσία που δημιούργησε η μακροχρόνια απουσία τους. Το μένος των σφετεριστών δεν σταμάτησε με την καταστροφή των Παλατιών, η δίψα για εκδίκηση τους έκανε να ακολουθήσουν τους φυγάδες στους νέους παράκτιους τόπους κατοικίας τους στα νησιά του Αιγαίου π.χ Κυκλάδες με απώτερο στόχο την τελική εξόντωση τους. Έτσι δημιουργήθηκε μία ομάδα πειρατών –τυχοδιωκτών εξειδικευμένη σε τακτικές λεηλατικών παράκτιων επιδρομών αποτελούμενη στον πυρήνα τους από τους βετεράνους του Τρωϊκού πολέμου . Αφού τελικά εξόντωσαν τις εξόριστες ελίτ που αναζήτησαν πρόσκαιρα καταφύγιο στα νησιά του Αιγαίου (Ζάγκρος στην Κρήτη, Κουκουναριές Πάρου , Παλαιόκαστρο της Κύπρου) κινήθηκαν ανατολικότερα στις πλούσιες παράκτιες πόλεις της Συρίας και Αιγύπτου με σκοπό να κορέσουν την απληστία τους για λάφυρα, δόξα και επιδρομές. Οι περίφημοι «Λαοί της Θάλασσας» δεν είναι τίποτα άλλο από αυτό το συνονθύλευμα από Μυκηναΐους πειρατές οι οποίοι αφού εξάντλησαν την Νότιο Ελλάδα από κοινωνικής και οικονομικής άποψης έστρεψαν την δράση τους προς την παράκτια ζώνη της Συροπαλαιστίνης.
Η πανοπλία είναι βασισμένη στις ανάγλυφες παραστάσεις που αναπαριστούν στρατιώτες των Λαών της Θάλασσας στον Αιγυπτιακό ναό ( Ramseum) στο Medinet Habu .Τα ανάγλυφα προπαγανδίζουν την περίτρανη νίκη του Φαράω Ραμσή ΙΙΙ επί των επιδρομέων, ο οποίος κατάφερε να σταματήσει την επέλαση τους και να τους καταστήσει τελικά αιχμαλώτους του.
Η πανοπλία είναι σύνθετη και περιέχει αριθμό αρθρωτών στοιχείων γεγονός που της προσδίδει μία εντυπωσιακή εμφάνιση αλλά και ένα υψηλό επίπεδο εργονομίας και προστασίας. Το πάνω μισό της πανοπλίας αποτελείται από δύο σύνθετα ημιθωράκια ( το εμπρόσθιο και το οπίσθιο) και ένα ζεύγος αρθρωτών επωμίδων. Στο δεύτερο κάτω μισό του κάθε ημιθωρακίου αναπτύσσονται πέντε επιμέρους αλληλοκαλυπτόμενα κατά το ήμισυ μπρούτζινα ελάσματα τα οποία συνδέονται μεταξύ τους μέσω τριών ζευγών δερμάτινων ιμάντων. Η αλληλοεπικάλυψη ακολουθεί ανωφερή διάταξη. Τα δύο επιμέρους ημιθωράκια κλειδώνουν μεταξύ τους με οκτώ ζεύγη κρίκων διαμέσου δερμάτινων λουριών. Οι επωμίδες συνδέονται στα σημεία των ώμων με δερμάτινους ιμάντες, στην εσωτερική πλευρά διαθέτουν δερμάτινους μηχανισμούς σύσφιξης στους βραχίονες για καλύτερη στερέωση τους. Ο εσωτερικός χιτώνας είναι τρίχρωμος και στις άκρες του φέρει μάλλινα κρόσια για διακόσμηση.
Το κράνος είναι σύνθετης κατασκευής, καθώς αποτελείται από δύο μπρούτζινα ημισφαίρια (διαμετρήματος 1,2 χιλιοστών) ενωμένα καταλλήλως στην κορυφή. Ως διακοσμητικά στοιχεία έχουν χρησιμοποιηθεί κέρατα τοποθετημένα συμμετρικά σε κάθε ημισφαίριο στον εγκάρσιο άξονα και ένα ηλιακό σύμβολο τοποθετημένο ακριβώς στο μέσο της απόστασης μεταξύ των βάσεων των κεράτων .Το ηλιακό σύμβολο κατασκευασμένο από κυκλικό μπρούτζινο φύλλο πιθανότατα απηχεί την θρησκευτική και πολιτισμική επιρροή των κοινωνιών της Συροπαλαιστίνης στους Μηκυναίους πειρατές που λυμαίνονταν την περιοχή για δεκαετίες. Το βάρος του κράνους ανέρχεται στα 2 κιλά και στερεώνεται στην κεφαλή του πολεμιστή με ένα δερμάτινο λουρί που διέρχεται κάτω από το σαγόνι του. Ένα εντυπωσιακό από όλες της απόψεις πολεμικό μνημείο της δράσης των ατρόμητων Μυκηναίων πολεμιστών.
Οι περικνημίδες τύπου «Καλλιθέας» βρίσκονται στερεωμένες σε παχύ λινό υπόστρωμα το οποίο ασφαλίζει στην πίσω περιοχή των κνημών με δερμάτινους ιμάντες.