Αρχαίες Ελληνικές Πανοπλίες
Βαρέου τύπου Ολομεταλλικός λινοθώρακας με χάλκινες πλάκες και φολίδες
5ου π.Χ.
O λινοθώρακας αποτελεί ένα αρχαιολογικό μυστήριο που παραμένει μέχρι και σήμερα ένα ανοιχτό ερώτημα. Αυτό που καθιστά προβληματική την ανακατασκευή του είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν μέχρι σήμερα επαρκή λογοτεχνικά και αρχαιολογικά ευρήματα ικανά να μας καθοδηγήσουν σε μία ασφαλή αναπαραγωγή. Όπως αποκαλύπτει και η ετυμολογία του όρου, ο λινοθώρακας ήταν ένα είδος αμυντικής θωράκισης που είχε ως κύριο υλικό κατασκευής το λινό ύφασμα. Οι υπάρχουσες πηγές από τις οποίες μπορούμε να αντλήσουμε διάσπαρτες πληροφορίες είναι κυρίως καλλιτεχνικής και λογοτεχνικής φύσης. Απεικονίσεις λινοθωράκων διαφόρων τυπολογιών ανιχνεύονται κατά εκατοντάδες σε ερυθρόμορφα και μελανόμορφα αγγεία η συχνότητα εμφάνισης των οποίων θα κορυφωθεί στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις των μέσων του 5ου π.Χ. αιώνα.
Η παρούσα πειραματική ανακατασκευή λινοθώρακα είναι εμπνευσμένη από ερυθρόμορφο αγγείο της Κλασσικής περιόδου. Πάνω από 40 μ² λινού υφάσματος έχουν χρησιμοποιηθεί για να σχηματίσουν το υπόστρωμα πάνω στο οποίο έχουν κατάλληλα επικολληθεί 14 χάλκινα πλακίδια πάχους 2 χιλ. και 700 περίπου χάλκινες φολίδες που καλύπτουν τις επωμίδες και τις πτέρυγες. Για μεγαλύτερη προστασία, η περιοχή του στήθους έχει επενδυθεί με ένα επιπλέον χάλκινο επιστήθιο. Το σύστημα στερέωσης του θώρακα πάνω στον ανθρώπινο κορμό περιλαμβάνει έξι σημεία πρόσδεσης, δύο στο στήθος και τέσσερα στην αριστερή πλευρά της κοιλιακής χώρας. Προσφέρει μεγάλη ευελιξία και υψηλά επίπεδα προστασίας. Το βάρος του θώρακα ανέρχεται στα 13 κ.
Ένα ζευγάρι ανατομικών χάλκινων επιμηρίδων (σε συνδυασμό με τις φολιδωτές πτέρυγες) εξασφαλίζει την υψηλή προστασία των μηρών καλύπτοντας την μπροστινή και την εξωτερική πλαϊνή πλευρά τους. Η στερέωσή τους επιτυγχάνεται με δερμάτινους ιμάντες που ασφαλίζουν τις επιμηρίδες τόσο στον κάθετο όσο και στον οριζόντιο άξονα. Η κάθετη σταθεροποίηση εξασφαλίζεται με δερμάτινους αναρτήρες που συνδέονται στην μέση του οπλίτη κάτω από τον θώρακα με την βοήθεια δερμάτινης ζώνης. Η ταυτόχρονη παρουσία των πτερύγων και των επιμηρίδων δεν εμποδίζουν την ευκινησία του οπλίτη.
Οι περικνημίδες έχουν κατασκευαστεί από μονοκόμματα χάλκινα ελάσματα και ακολουθούν αρχαϊκή γραμμή διακόσμησης και ανατομίας και δεν διαθέτουν λουριά. Σταθεροποιούνται στις κνήμες με την βοήθεια δερμάτινων “μαξιλαριών” προσδεμένων στο ύψος των αστραγάλων, μιας και η μηχανική πλευρική στήριξη που παρέχουν τα τοιχώματά τους δεν επαρκεί για αποτελεσματική χρήση τους. Ο συνδυασμός περιμηρίδων και περικνημίδων καθιστά σχεδόν απρόσβλητα τα κάτω άκρα από εχθρικές προσβολές δίνοντάς τους την γενική εμφάνιση αγάλματος. Το πέλμα του οπλίτη προστατεύεται μερικώς από ένα ιδιότυπο απλοϊκό τύπο δερμάτινου σανδαλιού που καλύπτει μονάχα την ευαίσθητη περιοχή της καμάρας αφήνοντας το υπόλοιπο σκληροποιημένο μέρος του πέλματος εκτεθειμένο.
Ένα χάλκινο περιβραχιόνιο προστατεύει την περιοχή μεταξύ δεξιού καρπού και αγκώνα.
Το κράνος είναι Κορινθιακού τύπου σύνθετης κατασκευής. Σε αντίθεση με τα περισσότερα Κορινθιακά κράνη, ο θόλος του κελύφους αποτελείται από δεκάδες χάλκινες φολίδες που σχηματίζουν μία συμπαγή δομή παρέχοντας μεγάλη προστασία της κεφαλής. Διακοσμητικά στοιχεία έχουν προστεθεί στην προμετωπίδα (μπρούτζινος στέφανος με ανάγλυφα) και στις παραγναθίδες (γρύπες). Το δερμάτινο παραπέτασμα πάνω ακριβώς από τα ανοίγματα των ματιών παρέχει σκίαση από τον δυνατό ήλιο αλλά και απόκρυψη του βλέμματος του οπλίτη.
Η θήκη για το ξίφος είναι δερμάτινη και βρίσκεται στο αριστερό μέρος του οπλίτη, στερεώνεται στον κορμό με την βοήθεια δερμάτινου τελαμώνα που εφαρμόζεται χιαστί καθώς τυλίγεται στον δεξιό ώμο.
Το όλο σύνολο δίνει μία αληθοφανή εικόνα του βαριά οπλισμένου οπλίτη των αρχών του 5ου π.Χ. αιώνα.