Πανοπλίες της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου / Μυκηναϊκές
Μυκηναϊκή Πανοπλία 15ου π.Χ αιώνα
15ου π.Χ.
H πανοπλία βρέθηκε το 1960 στην κοινότητα των Δενδρών της Αργολίδας, ήταν ένα από τα αντικείμενα του θαλαμοειδούς τάφου αριθμού 12 ο οποίος συμπερασματικά άνηκε σε κάποιον τοπικό ηγεμόνα πολέμαρχο του 15ου π.Χ αιώνα. Η πανοπλία πρέπει να θεωρείται ως ένα από τα σημαντικότερα κειμήλια της Ελληνικής Ιστορίας μιας και μέχρι στιγμής αποτελεί το αρχαιότερο δείγμα αμυντικής θωράκισης που έχει διατηρηθεί σχεδόν άθικτο τόσο από τα χέρια των τυμβωρύχων όσο και από το διαβρωτικό εναγκαλισμό 35 ολόκληρων αιώνων. Η έμμεση επιρροή τέτοιου είδους αντικειμένων και γενικότερα του οπλισμού της Μυκηναϊκής περιόδου στον Ελληνικό και συνεπώς στο παγκόσμιο πολιτισμό είναι τεράστια, καθώς εγκλώβισαν αλλά και τροφοδότησαν την αστείρευτη φαντασία των βάρδων του 9ου -8ου αιώνα των δημιουργών του κύκλου των Ομηρικών Επών. Στα μάτια των ανθρώπων των απαρχών των Γεωμετρικών χρόνων οι άνθρωποι που φορούσαν τέτοιου είδους πολεμικές εξαρτήσεις θα πρέπει να ήταν υπεράνθρωποι, ημίθεοι και Ήρωες, ικανοί να χτίζουν τεράστια μέγαρα, ταφικά μνημεία και μεγαλιθικούς περίβολους.
Η πανοπλία από μόνη της είναι ικανή να αντιπροσωπεύσει μια ολόκληρη περίοδο της Ελληνικής προϊστορίας. Κατασκευασμένη στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα αντανακλά μια πλούσια κοινωνία σε αναβρασμό όπου οι κυρίαρχες τοπικές ελίτ της Πελοποννήσου συγκρούονταν μεταξύ τους για την επικράτηση.
Αποτελείται από 18 κομμάτια μπρούτζου διαφορετικών μεγεθών και σχημάτων συνδεδεμένα καταλλήλως μεταξύ τους με δερμάτινα λουριά με απώτερο σκοπό την πλήρη κάλυψη του ανθρώπινου σώματος. Ο κυρίως σκελετός της αποτελείται από 2 ασύμμετρα ημιθωράκια τα οποία ασφαλίζουν σταθερά στην περιοχή των ώμων και των πλευρικών καθέτων με την βοήθεια γάντζων και μεταλλικών θηλιών. Δύο σύνθετες υπερμεγέθεις επωμίδες ( τρία μέρη εν συνόλω για κάθε επωμίδα) με εντυπωσιακή καμπυλότητα καλύπτουν σε ηρεμία σχεδόν ολοκληρωτικά τα άνω μέρη των χεριών αλλά και τον κυρίως κορμό προσφέροντας πολύ υψηλά επίπεδα προστασίας για το άνω μισό του πολεμιστή. Ένα ευμεγέθες ανατομικής διατομής κολάρο που «αναπαύεται» στο πάνω μέρος του θώρακα εξασφαλίζει την ευαίσθητη περιοχή του λαιμού και της γνάθου από πιθανά πλήγματα.
Το δεύτερο κάτω μισό της πανοπλίας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Αποτελείται από δύο διατάξεις, μια εμπρός και μία πίσω, των τριών αλληλεπικαλυπτόμενων ελασμάτων που συγκρατούνται μεταξύ τους με δερμάτινα κορδόνια. Τα ελάσματα της μπροστινής πλευράς είναι μεγαλύτερης διαμέτρου έτσι ώστε να εγκολπώνουν τα αντίστοιχα ελάσματα της πίσω πλευράς τα οποία ξεπερνούν σε ύψος τα μπροστινά, φθάνοντας την περιοχή κάτω των γονάτων. Η ανάρτηση του μπροστινού παραπετάσματος επιτυγχάνεται με τρία χονδρά δερμάτινα κορδόνια γεγονός που εξασφαλίζει υψηλά επίπεδα ευκινησίας, ο μηχανισμός πρόσδεσης του πίσω παραπετάσματος είναι πιο σφικτός μην επιτρέποντας μεγάλα περιθώρια ελεύθερης κίνησης. Η κάλυψη των κάτω άκρων ολοκληρώνεται με ένα ζευγάρι περικνημίδων ανοικτού τύπου οι οποίες αποτελούνται από ένα μπρούτζινο έλασμα προσαρμοσμένο σε παχύ στρώμα λινού για ασφαλής πρόσδεση στις κνήμες του πολεμιστή. Τόσο η εσωτερική πλευρά του κολάρου, των ημιθωρακίων του κορμού και των ελασμάτων των παραπετασμάτων είναι καλυμμένα με ύφασμα για αποφυγή εκδορών και εγκαυμάτων κατά την διάρκεια χρήσης της εξάρτησης.
Η πανοπλία των Δενδρών σίγουρα αποτελεί ένα κορυφαίο σύμβολο του Ελληνικού Έθνους που έφθασε στις μέρες μας μετά από ένα ταξίδι 35 αιώνων σχεδόν αλώβητο από συλήσεις και τα δόντια του χρόνου. Η ανακατασκευή της έδωσε την ευκαιρία να δοκιμαστεί σε αληθινές συνθήκες μάχης και να αποδείξει περίτρανα την μαχητική της αξία. Σήμερα μπορεί να αποτελέσει μονάχα ένα στατικό μουσειακό έκθεμα υψηλής συμβολικής και αισθητικής αξίας που συμπυκνώνει τα ιδεώδη της διαχρονικού Ελληνικού ηρωικού ήθους.
Διαβάστε: Αναλύοντας την «Πανοπλία των Δενδρών» με τα μάτια ενός αρματοποιού.