Πανοπλίες της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου / Μυκηναϊκές
Πανοπλία του Αχιλλέα (Β’ εκδοχή)
14ος-13ος π.Χ αιώνας
Εντυπωσιακό ολομεταλλικό σύνολο Μυκηναϊκής Πανοπλίας βασισμένο στο σωζόμενο εύρημα Μυκηναϊκής πανοπλία που σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών. Βρέθηκε στην “Οπλοθήκη” του Μυκηναϊκού Ανακτόρου της Θήβας Ακρόπολης των Θηβών ή Καδμείον( 14ος-13ος αιώνας π.Χ. Υστεροελλαδική περίοδο ΙΙΙ ).
Το σύνολο είναι κατασκευασμένο αποκλειστικά με παραδοσιακές τεχνικές σφυρηλατήσεως ελασμάτων μπρούτζου. Ενώ δέρμα, λινό ύφασμα, φυσικό κέρατο και χαίτη αλόγου έχουν χρησιμοποιηθεί για την περάτωσή του. Πηγή της εμπνεύσεως είναι ο κεντρικός ήρωας της Ιλιάδας, ο Αχιλλέας. Η Θέτις πείθει τον Ήφαιστο να φιλοτεχνήσει την δεύτερη ολόλαμπρη πανοπλία του υιού της Αχιλλέα, μετά την απώλεια της πρώτης στην μονομαχία μεταξύ του Αχαιού Πάτροκλου και του υπερασπιστή της Τροίας, Έκτορα.
“τεῦξ᾽ ἄρα οἱ θώρηκα φαεινότερον πυρὸς αὐγῆς,
τεῦξε δέ οἱ κόρυθα βριαρὴν κροτάφοις ἀραρυῖαν
καλὴν δαιδαλέην, ἐπὶ δὲ χρύσεον λόφον ἧκε,
τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας ἑανοῦ κασσιτέροιο”.
Ιλιάδα Ραψωδία Σ, στίχοι 610-614
Το κράνος είναι ολομεταλλικό κατασκευασμένο από σφυρήλατο έλασμα μπρούτζου. Φέρει πτυσσόμενες παραγναθίδες (χρήση “στροφέων”), δύο λοφία και τέσσερα διακοσμητικά επίχρυσα φυσικά κέρατα (“τετράφαλος”) συμμετρικά τοποθετημένα . Οι παραγναθίδες και ο θόλος του κράνους φέρουν μπρούτζινα & χάλκινα διακοσμητικά σε μορφή αστεριού ( έξι συνολικά, στερεωμένα μόνιμα με πριτσίνια) , ένα σύμβολο (θυρεός) που σύμφωνα με την Ομηρική Παράδοση ήταν ταυτισμένο με τον Αχιλλέα. Το κεντρικό λοφίο στην κορυφή του κράνους είναι τραπεζοειδούς σχήματος (εσωτερικά κούφιο), διακοσμημένο εκατέρωθεν με αστέρια ενώ στο πάνω άνοιγμα φέρει τρίχρωμη χαίτη αλόγου. Το ουραίο λοφίο από πλούσια χαίτη αλόγου αφήνεται να πέφτει στο κενό στηριζόμενο στους βραχίονες της ξύλινης χρωματιστής βάσης. Εσωτερικά το κράνος φέρει μάλλινη και δερμάτινη επένδυση, ενθυλακώνοντας το κεφάλι του πολεμιστή με ασφάλεια.
Δύο μπρούτζινα ανατομικά ημιθωράκια, το ραχιαίο και το στηθαίο, περιβάλλουν τον κορμό αφήνοντας ανοίγματα για τα άνω άκρα. Τα δύο αυτά μέρη ασφαλίζουν με κατάλληλους μηχανισμούς πρόσδεσης αντιδιαμετρικά τοποθετημένους στις υπομασχάλιες περιοχές και στα σημεία των ώμων πέριξ του λαιμού (έξι σημεία ασφάλισης/απασφάλισης). Οι ευμεγέθης μπρούτζινες επωμίδες (“γύαλα” ) είναι ανατομικού σχήματος και αποτελούνται από τρία τμήματα, το κυρίως κοίλο μέρος, τα πλευρικά κάθετα παραπετάσματα στερεωμένα στην ράχη τους ( αποτυπωμένα σε σύμβολα της Γραμμικής Β΄) και μία στενή πτυσσόμενη λωρίδα στο κάτω χείλος στηριζόμενη με χονδρά δερμάτινα κορδόνια με φουντωτές απολήξεις (δες ζωγραφική αρχαιολογική αναπαράσταση στο πίσω πάνω μέρος του ευρήματος στο Μουσείο Θηβών). Περιμετρικά όλο το χείλος των επωμίδων έχει επενδυθεί με πορφυρό δέρμα (το χρώμα του πολέμου) απευθείας ραμμένο πάνω στο μπρούτζινο έλασμα με διπλή ραφή διαμέσου οπών. Κάθε επωμίδα φέρει διακοσμητικά μπρούτζινα / χάλκινα επιθέματα βασισμένα σε διακοσμητικά αστερόμορφα μοτίβα (το αστέρι κατά τον Όμηρο ήταν ο θυρεός του Αχιλλέα) της Μυκηναϊκής κοσμηματοποιΐας. Οι διατάξεις αυτές καλύπτουν την περιοχή των ώμων και των βραχιόνων.
Το κάτω μπροστινό ήμισυ του συνόλου αποτελείται από δύο μπρούτζινες ορθογώνιες ζώνες παράλληλα τοποθετημένες έτσι ώστε να υπάρχει αλληλοεπικάλυψη στον κάθετο άξονα τους. Συνδέονται μεταξύ τους με τρία ζεύγη ανθεκτικών δερμάτινων κορδονιών σε ίσες αποστάσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να επιτρέπεται η ελεύθερη και ανεξάρτητη κίνησή τους επιτρέποντας το βάδισμα προς τα εμπρός. Δεν είναι μόνιμα προσκολλημένες στο μεταλλικό περίβλημα του θωρακικού ελάσματος. Τα ελάσματα φέρουν πλούσια μετωπική διακόσμηση(ανθέμια) ενώ όλο το εύρος των άκρων τους έχει καλυφθεί με δέρμα ραμμένο απευθείας πάνω στο μέταλλο. . Όλα τα στοιχεία του διάκοσμου των παραπετασμάτων ( έχουν βασιστεί σε διασωθέντα τεχνουργήματα της Μυκηναϊκής τέχνης και έχουν φιλοτεχνηθεί με χρήση εμπίεστης τεχνικής/πίσσα από λεπτά φύλλα λεπτών ελασμάτων μπρούτζου.
Το οπίσθιο κάτω μέρος του θώρακα αποτελείται επίσης από δύο μπρούτζινες ζώνες με δερμάτινη ακρογραμμή με εμφανή ελαφρύτερο διάκοσμο, τρεις διακοσμήσεις ανά έλασμα. Λόγω του μεγαλύτερου μήκους του ραχιαίου ημιθωρακίου τα παραπετάσματα της πίσω πλευράς ξεπερνούν σε συνολικό ύψος τα εμπρόσθια τα οποία όμως όντας μεγαλύτερου μεγέθους τα ενθυλακώνουν ως ένα βαθμό. Η σύνδεση των αλληλεπικαλυπτόμενων ζωνών τόσο μεταξύ τους όσο και με το οπίσθιο ημιθωράκιο επιτυγχάνεται ξανά διαμέσου δερμάτινων κορδονιών.
Όλες οι εσωτερικές επιφάνειες του συνόλου καλύπτονται με μάλλινη και υφασμάτινη επένδυση για αποφυγή τυχόν εγκαυμάτων και τραυματισμών.
Οι περικνημίδες είναι ανατομικές, ανοιχτού τύπου κατασκευασμένες από μπρούτζινο φύλλο. Έχουν βασιστεί σε αντίστοιχο αρχαιολογικό ευρήμα της Μυκηναϊκής περιόδου που ανασκάφτηκε στον Κουβαρά πλησίον της πόλεως της Αμφιλοχίας . Έχουν στερεωθεί μόνιμα πάνω σε λινό υφασμάτινο παχύ υπόστρωμα το οποίο τυλίγεται πέριξ της κνήμης και προσδένεται με δερμάτινα κορδόνια μέσω των συρμάτινων αναρτήρων & κρίκων των μεταλλικών μερών.
Έργο Διά Πυρός Δημητρίου Κατσίκη.