Αρχαίες Ελληνικές Πανοπλίες
Σπαρτιάτης Οπλίτης, Αρχαϊκής περιόδου
540-520 π.Χ
Ένα πλήρες σύνολο Σπαρτιάτη Αρχαϊκής περιόδου βασισμένο σε μπρούτζινο ειδώλιο Σπαρτιάτη οπλίτη το οποίο αποτελεί εύρημα από τον Ναό του Απόλλωνος Κορύθου στο σημερινό χωριό Λογγά Μεσσηνίας.Η ανασκαφή του Ιερού πραγματοποιήθηκε το 1915 από τον Φρ.Βερσάκη. Η χρονολόγιση του ευρήματος ανάγεται περίπου στα μέσα του 6ου π.Χ αιώνα (540-520π.Χ) και σύμφωνα με τους αρχαιολόγους κατά την περίοδο της ανάθεσης του αγαλματιδίου ο Ναός ήταν υπό τον έλεγχο των Σπαρτιατών αφού είχαν ήδη αναδειχθεί νικητές του Β’ Μεσσηνιακού πολέμου.
Από την προσεκτική μελέτη του ειδωλίου συμπεραίνουμε ότι ο οπλίτης φέρει Κορινθιακό Κράνος αρχαϊκής τεχνοτροπίας, κωδονόσχημο θώρακα με όλα τα ανατομικά χαρακτηριστικά των “Κούρων”, ανατομικά περιμηρίδια, ανατομικές περικνημίδες.
Η αναπαραγωγή του κωδονόσχημου θώρακα βασίστηκε στο παράδειγμα του ειδωλίου, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σχηματισμοί των κοιλιακών, η θωρακική καμάρα με τις τρεις παράλληλες αναπτύξεις της,το οριζόντιο γείσο που εξέχει με κατωφερής ανάπτυξη και οι σπείρες των θωρακικών οριογραμμών.Αποτελείται από δύο μέρη , το οπίσθιο και το εμπρόσθιο τα οποία ασφαλίζουν με μεντεσέδες (“στροφείς”) στις υπομασχάλιες περιοχές και στην περιοχή των ώμων.Εσωτερικά φέρει μάλλινη και υφασμάτινη(λινό) επένδυση.
Το κράνος είναι φιλοτεχνημένο από ένα κυκλικό κομμάτι μπρούτζινου φύλου διαμέτρου 60 πόντων και 1,2 χιλιοστών πάχους.Με αλλεπάληλες πυρώσεις και σφυρηλατήματα το φύλλο σταδιακά έλαβε αυτή την μορφή. Το άνοιγμα των οπών των ματιών έγινε με απομάκρυνση αντίστοιχου υλικού μετά την τελική μόρφωση του κράνους. Φέρει πλούσιο επιμήκης λοφία απο φυσική χαίτη αλόγου (μαύρου και ξανθού χρώματος) η οποία στερεώνεται σε ξύλινο ανατομικό υπόβαθρο.
Η φολιδωτή προστασία που καλύπτει το υπογάστριο και το άνω τμήμα των μηρών είναι εμπνευσμένη από αντίστοιχο μπρούτζινο ειδώλιο Αρχαϊκού Οπλίτη που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Δωδώνης.Οι φολίδες έχουν στερεωθεί σε παχύ υφασμάτινο υπόβαθρο σε σχήμα πετάλων,η φολιδωτή αυτή διάταξη στερεώνεται με την βοήθεια δερμάτινης ζώνης και αναρτήρων.Θα μπορούσε να ήταν κατασκευασμένη μονάχα από δέρμα χωρίς μεταλλικές ενισχύσεις.
Το κάτω μέρος των μηρών καλύπτεται από ανατομικές μπρούτζινες περιμηρίδες που στερώνονται με δερμάτινους ιμάντες, εσωτερικά φέρουν μάλλινη και λινή επένδυση ενώ περιμετρικά όλα τα άκρα τους καλύπτονται από δέρμα απευθείας ραμμένο πάνω στο μέταλλο.Η ανάπτυξη της ανατομίας μιμείται τους μηρούς των αγαλμάτων τύπου “Κούρων”.Σας οδηγός για την δημιουργία τους αποτέλεσε αντίστοιχο αρχαιολογικό εύρημα από το Μουσείο της Ολυμπίας.
Οι περικνημίδες είναι ανατομικού τύπου, φιλοτεχνημένες από ένα κομμάτι μετάλλου και στέκονται στην θέση τους μονάχα με την πίεση των πλευρικών τοιχωμάτων. Εσωτερικά φέρουν μάλλινη και λινή επένδυση, ενώ δέρμα καλύπτει όλα τα άκρα του ελάσματος.Σαν οδηγός για τις περικνημίδες αποτέλεσαν αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα από το Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας.
Οι ταρσοφυλακτήρες δεν διακρίνονται στο ειδώλιο, προστέθηκαν από τον δημιουργό. Έχουν βασιστεί σε ζευγάρι ανατομικών ταρσοφυλακτήρων που σήμερα εκτίθενται στο Βρεττανικό Μουσείο Μιμούνται σε καταπληκτικό βαθμό την ανθρώπινη μορφολογία, το κυρίως σώμα τους συνδέεται με τον εμπρόσθιο τμήμα των δαχτύλων με μεντεσέ.Στερεώνονται στο πόδι με την βοήθεια δερμάτινων λουριών.
Με βάση το ειδώλιο ξεχωρίζει μία διάταξη κάλυψης του δεξιού βραχίονα. Για την αναπαραγωγή του περιβραχιονίου χρησιμοποιήθηκε ως παράδειγμα αντίστοιχο εύρημα που εκτίθεται στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας και διακρίνεται για την τολμηρή ανατομία του προϊόν ανεπτυγμένης καλλιτεχνικής ευφυίας. Εσωτερικά φέρει επένδυση από μαλλί και λινό ύφασμα.
Η κάλυψη του πήχη επιτεύχθηκε με ανατομικό μπρούτζινο περικάρπιο με περίτεχνη διακόσμηση. Το αρχαιολογικό εύρημα που στηρίχθηκε βρίσκεται στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας και έχει μήκος 30 πόντους κάτι που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο κάτοχός του ήταν τουλάχιστον 1,85 μέτρα. Εσωτερικά φέρει επένδυση από μαλλί και λινό ύφασμα.
Στο αριστερό χέρι έφερε την οπλιτική ασπίδα. Ο πυρήνας της ασπίδας είναι ξύλινος, αποτελούμενος αρχικά από πέντε δοκάρια κολλημένα μεταξύ τους. Σαν ένα ενιαίο σώμα δουλεύεται στον τόρνο και το τελικό προϊόν είναι ένα ξύλινο σώμα πάχους ενός πόντου και διαμέτρου 90 εκατοστών, το κέντρο του οποίου είναι κοίλο με ένα δακτύλιο 5-7 εκατοστών στην εξωτερική περίμετρό του. Θα πρέπει να σημειωθεί πως η διάσταση των 90 πόντων ήταν η μέση διάμετρος, μεγαλύτερες αλλά και μικρότερες ασπίδες ήταν φυσικά σε χρήση.
Εσωτερικά η ασπίδα είναι επενδυμένη με πορφυρό δέρμα. Φέρει περιμετρικά έξι κρίκους για το κορδόνι αναρτήσεως, διακοσμητικές πολύχρωμες φούντες, την λαβή και την αντιλαβή για την σταθερή πρόσδεση του αριστερού πήχη. Η λαβή είναι ανατομική με μεγάλο άνοιγμα και φιλοτεχνημένη από έλασμα μπρούτζου, χαρακτηριστικό γνώρισμά της είναι η δυνατότητα απόσπασής έτσι ώστε να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί από κάποιον άλλον πέραν του κατόχου της. Αυτό επιτυγχάνεται με έναν μηχανισμό στροφέων (μεντεσέδων) και πύρων ασφαλείας. Η λαβή στηρίζεται σε δύο βραχίονες (“όχανο”) στερεωμένους με καρφιά πάνω στο ξύλινο σώμα. Η αντιλαβή συνήθως ήταν από μαλακό οργανικό υλικό, σχοινί ή δέρμα τοποθετημένη στον ίδιο οριζόντιο άξονα με την λαβή έτσι ώστε να πιάνεται από την σφιγμένη αριστερή παλάμη του οπλίτη.
Ο σχηματισμός του περίτεχνου κοίλου της ασπίδας αποσκοπεί στην δημιουργία ενός έκκεντρου που επιτρέπει τον απόλυτο έλεγχο της από το αριστερό χέρι του οπλίτη καλύπτοντας σε μεγάλο βαθμό την αριστερή πλευρά του.
Εξωτερικά φέρει ζωγραφική αναπαράσταση(“επίσημο”) Γοργόνειου Αρχαϊκής περιόδου το οποίο έχει βασιστεί σε ανάγλυφη μορφή γοργονείου σε λεπτό φύλλο μπρούτζου που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών. Πολύ πιθανόν το ανάγλυφο αυτό να διακοσμούσε εξωτερικά την κύρια Σπαρτιατική Μόρα μιας και το “Γοργόνειο” είχε άμεση συνάφεια με την τοπική λατρεία της Αθηνάς “Χαλκιοϊκου” στην Σπάρτη.