Πανοπλίες της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου / Μυκηναϊκές
Αιγυπτιακή Φολιδωτή Πανοπλία
Νέο Βασίλειο, Αίγυπτος (14ος -13ος π.Χ αιώνα)
To έκθεμα έχει βασιστεί σε έγχρωμη τοιχογραφία πανοπλίας από τον τάφο του Αιγύπτιου αξιωματούχου Qenamun στην περιοχή της νεκρόπολης των Θηβών (18η Δυναστεία, τάφος ΤΤ93 ) ο οποίος ήταν ο αρχιθαλαμηπόλος του Φαραώ Αμεχνοτεπ Β΄.
Η ζωγραφιά απεικονίζει μία φολιδωτή πανοπλία που καλύπτει τον κορμό, τους ώμους και το μεγαλύτερο μέρος των κάτω άκρων. Σε οπτικό επίπεδο οι φολίδες ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με την μπρούτζινη φολίδα που βρέθηκε στην περιοχή “Κανακια” της Σαλαμίνας (Νομός Αττικής) και φέρει την βασιλική σφραγίδα του Φαραώ Ραμσή Β’,σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαλαμίνας. Ο κορμός του συνόλου έχει καλυφθεί με την συγκεκριμένη τυπολογία φολίδας ενώ για την κάλυψη των κάτω άκρων έχει επιλεγεί τύπος φολίδας που ανασκάφτηκε στο παλάτι του Αμενχοτέπ Γ’ (1390–1352 B.C.) και σήμερα εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Accession Number: 11.215.452j). H περιοχή των βραχιόνων φέρει επίσης φολιδωτή προστασία με παρόμοιου τύπου φολίδας που έχει βρεθεί στην Κύπρο, στην περιοχή Πύλα -Κοκκινόκρεμος και χρονολογείται στην ίδια περίπου περίοδο με τις υπόλοιπες φολίδες (13ος -12ος π.Χ αιώνας).
Οι φολίδες στερεώνονται με μπρούτζινα σύρματα σε δερμάτινο (τμήμα κορμού) και υφασμάτινο υπόστρωμα (παραπετάσματα κάτω άκρων και επωμίδες) δημιουργώντας εξωτερικά μία ομοιόμορφη μεταλλική επιφάνεια αυξημένης ευελιξίας χωρίς κενά.
Το κύριο σώμα της πανοπλίας αποτελείται από δύο μέρη, το εμπρόσθιο και το οπίσθιο τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σύστημα κορδονιών και δερμάτινων ιμάντων στις υπομασχάλιες περιοχές και στην περιοχή δεξιά και αριστερά του λαιμού. Οι επωμίδες στερεώνονται επίσης με το ίδιο τρόπο στην περιοχή των ώμων.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που αποκαλύπτει η τοιχογραφία είναι η ύπαρξη ολομεταλλικού “κολάρου”γύρω από το λαιμό, γεγονός που δεν απαντάται πουθενά αλλού στην Αιγυπτιακή τέχνη. Η αμυντική αυτή εξάρτηση θυμίζει έντονα το αντίστοιχο κολάρο της Μυκηναϊκής Πανοπλίας των “Δενδρών” (μέσα 15ου π.Χ αιώνα) που ανασκάφτηκε στο Άργος και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ναυπλίου.
Μία εύλογη υπόθεση είναι ότι ο απεικονιζόμενος φολιδωτός θώρακας να πρόκειται για πολεμική εξάρτηση μισθοφόρου μιας και οι Αιγύπτιοι στρατιώτες κατά γενική ομολογία δεν έφεραν πανοπλίες πλην λίγων εξαιρέσεων όσον αφορά τις αμυντικές εξαρτήσεις των Φαραώ. Δεν θα ήταν απίθανο η τοιχογραφία να αναπαριστά θώρακα Μυκηναίου Μισθοφόρου στην υπηρεσία των Φαραώ της περιόδου, μίας και οι Αχαιοί πολεμιστές ήταν περιζήτητοι για τις πολεμικές τους υπηρεσίες. Η ύπαρξη του “κολάρου” είναι μια ισχυρή ένδειξη για την ανάμειξη Μυκηναίων σωματοφυλάκων στην περιοχή αφού το τεχνούργημα αυτό αποτελεί αποκλειστικό παράγωγο της Μυκηναϊκής αρματοποιϊας.Νέο Βασίλειο, Αίγυπτος (14ος -13ος π.Χ αιώνα)
To έκθεμα έχει βασιστεί σε έγχρωμη τοιχογραφία πανοπλίας από τον τάφο του Αιγύπτιου αξιωματούχου Qenamun στην περιοχή της νεκρόπολης των Θηβών (18η Δυναστεία, τάφος ΤΤ93 ) ο οποίος ήταν ο αρχιθαλαμηπόλος του Φαραώ Αμεχνοτεπ Β΄.
Η ζωγραφιά απεικονίζει μία φολιδωτή πανοπλία που καλύπτει τον κορμό, τους ώμους και το μεγαλύτερο μέρος των κάτω άκρων. Σε οπτικό επίπεδο οι φολίδες ομοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με την μπρούτζινη φολίδα που βρέθηκε στην περιοχή “Κανακια” της Σαλαμίνας (Νομός Αττικής) και φέρει την βασιλική σφραγίδα του Φαραώ Ραμσή Β’,σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σαλαμίνας. Ο κορμός του συνόλου έχει καλυφθεί με την συγκεκριμένη τυπολογία φολίδας ενώ για την κάλυψη των κάτω άκρων έχει επιλεγεί τύπος φολίδας που ανασκάφτηκε στο παλάτι του Αμενχοτέπ Γ’ (1390–1352 B.C.) και σήμερα εκτίθεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Accession Number: 11.215.452j). H περιοχή των βραχιόνων φέρει επίσης φολιδωτή προστασία με παρόμοιου τύπου φολίδας που έχει βρεθεί στην Κύπρο, στην περιοχή Πύλα -Κοκκινόκρεμος και χρονολογείται στην ίδια περίπου περίοδο με τις υπόλοιπες φολίδες (13ος -12ος π.Χ αιώνας).
Οι φολίδες στερεώνονται με μπρούτζινα σύρματα σε δερμάτινο (τμήμα κορμού) και υφασμάτινο υπόστρωμα (παραπετάσματα κάτω άκρων και επωμίδες) δημιουργώντας εξωτερικά μία ομοιόμορφη μεταλλική επιφάνεια αυξημένης ευελιξίας χωρίς κενά.
Το κύριο σώμα της πανοπλίας αποτελείται από δύο μέρη, το εμπρόσθιο και το οπίσθιο τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με σύστημα κορδονιών και δερμάτινων ιμάντων στις υπομασχάλιες περιοχές και στην περιοχή δεξιά και αριστερά του λαιμού. Οι επωμίδες στερεώνονται επίσης με το ίδιο τρόπο στην περιοχή των ώμων.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο που αποκαλύπτει η τοιχογραφία είναι η ύπαρξη ολομεταλλικού “κολάρου”γύρω από το λαιμό, γεγονός που δεν απαντάται πουθενά αλλού στην Αιγυπτιακή τέχνη. Η αμυντική αυτή εξάρτηση θυμίζει έντονα το αντίστοιχο κολάρο της Μυκηναϊκής Πανοπλίας των “Δενδρών” (μέσα 15ου π.Χ αιώνα) που ανασκάφτηκε στο Άργος και σήμερα εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ναυπλίου.
Μία εύλογη υπόθεση είναι ότι ο απεικονιζόμενος φολιδωτός θώρακας να πρόκειται για πολεμική εξάρτηση μισθοφόρου μιας και οι Αιγύπτιοι στρατιώτες κατά γενική ομολογία δεν έφεραν πανοπλίες πλην λίγων εξαιρέσεων όσον αφορά τις αμυντικές εξαρτήσεις των Φαραώ. Δεν θα ήταν απίθανο η τοιχογραφία να αναπαριστά θώρακα Μυκηναίου Μισθοφόρου στην υπηρεσία των Φαραώ της περιόδου, μίας και οι Αχαιοί πολεμιστές ήταν περιζήτητοι για τις πολεμικές τους υπηρεσίες. Η ύπαρξη του “κολάρου” είναι μια ισχυρή ένδειξη για την ανάμειξη Μυκηναίων σωματοφυλάκων στην περιοχή αφού το τεχνούργημα αυτό αποτελεί αποκλειστικό παράγωγο της Μυκηναϊκής αρματοποιϊας.