Αρχαίες Ελληνικές Πανοπλίες
Mυώδης θώρακας της Ιβηρίας
4ος π.Χ. αιώνας
Το 1967 στην ακτή του δήμου Almuñécar και συγκεκριμένα στην περιοχή Cueva el Jarro ανασκάφτηκε ένα αρχαίο ναυάγιο εμπορικού πλοίου. Ανάμεσα σε αμφορείς και απομεινάρια του πλοίου ανασύρθηκε από βάθος 25 μέτρων και ένας μυώδης θώρακας Ελληνικής τεχνοτροπίας κατασκευασμένος απο σφυρήλατα μπρούτζινα ελάσματα. Σήμερα βρίσκεται αποκατεστημένο στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Γρανάδας (Granada) σε κεντρική γυάλινη προθήκη.
Οι απόψεις των αρχαιολόγων για την καταγωγή και την χρονική περίοδο κατασκευής του διίστανται. Μία άποψη τον θέλει να είναι Φοινικικός διότι βρέθηκε σε εμπορικό Φοινικικό ναυάγιο, άλλη άποψη τον τοποθετεί στους Ρωμαϊκούς χρόνους, άλλη τον τοποθετεί στην ακμή της Μεγάλης Ελλάδος (Magna Graecia).
H προσωπική άποψη του γράφοντος, κρίνοντας τον από αισθητική και καλλιτεχνική οπτική είναι πως πιθανότατα προέρχεται από κάποιο κεντρικό εργαστήριο της Μεγάλης Ελλάδος του 4-3ου π.Χ αιώνα. Η όλη ανατομία και τεχνοτροπία παραπέμπει στις αρτιστικές απαιτήσεις της συγκεκριμένης περιόδου.
Από τον θώρακα διασώθηκε μονάχα το θωρακικό τμήμα παρόλο που ένα μικρό τμήμα έχει εντελώς διαβρωθεί στο κάτω άκρο του (τωρινό συνολικό ύψος θώρακα μετρήθηκε στα 44,5 εκ. και το πλάτος στα 37 εκ. Το πάχος του ελάσματος είναι στα 1,5 χιλιοστά περίπου). Σε αυτόν παρατηρούνται όλα εκείνα τα κατασκευαστικά και αρχιτεκτονικά στοιχεία που τον κατατάσουν στην κατηγορία ενός αμιγούς Ελληνικού θώρακα με απαρχές το δεύτερο τέταρτο του 5ου π.Χ αιώνα.
Η ανατομία του μπροστινού μέρους παραπέμπει αναπόδραστα στην Πολυκλείτια σχολή αγαλματοποιϊας της Αθηναϊκής Κλασσικής περιόδου καθώς μιμείται ένα υγιές νεανικό αθλητικό σώμα με μία μοναδική ανατομική διάπλαση δηλ: Σαρκώδες ευμεγέθης στήθος, προεξέχουσες κλείδες, δύο ευμεγέθη ζεύγη μετωπικών κοιλιακών με χαρακτηριστική μυϊκή ανάπτυξη,πλευρικοί κοιλιακοί, Alba Linea, εκατέρωθεν υπερτροφικές Απολλώνιες απολήξεις, ομφαλός στο κάτω μισό της συσφιγμένης κοιλίας.
Το ραχιαίο έλασμα δυστυχώς δεν εντοπίστηκε κατά την διάρκεια των ενάλιων ανασκαφών. Η αναπαραγωγή του βασίστηκε σε αντίστοιχα αρχαιολογικά ευρήματα της ίδιας περιόδου τα οποία εξίσου ακολουθούν την μυώδη ανάπτυξη της πλάτης ενός υπερτροφικού ρωμαλαίου αθλητή.
Κατ’ εξαίρεση οι θηλές είναι ένθετες, κατασκευασμένες από ατόφιο ασήμι σε στυλιστικά πρότυπα της ανάλογης εποχής.
H σύνδεση των δύο μπρούτζινων ανατομικών ελασμάτων επιτυγχάνονταν με δύο ζεύγη μεντεσέδων(“στροφέων”) τοποθετημένων σε κάθε μία από τις υπομασχάλιες περιοχές. Τα τέσσερα ζεύγη των στροφέων ήταν μόνιμα στερεωμένα με στρογγυλοκέφαλα πριστίνια στα μπρούτζινα πλευρικά τοιχώματα και ασφάλιζαν με ισάριθμους πύρους στον κάθετο άξονα τους. Στην περιοχή των ώμων, εκατέρωθεν του ανοίγματος του λαιμού, δύο ζεύγη κρίκων με την βοήθεια δερμάτινων κορδονιών συνεισφέραν επιπλέον στην αποτελεσματική συγκράτηση των δύο τμημάτων. Τα χείλη του μπρούτζινου ελάσματος έχουν διπλωθεί προς τα έξω εξουδετερώνοντας τις κοφτερές άκρες ενδυναμώνοντας ταυτόχρονα την μηχανική αντοχή του.
Εσωτερικά φέρει μαλακή επένδυση από πλούσια γούνα προβάτου προστατεύοντας το σώμα του φορέα από πιθανά εγκαύματα και μηχανικές καταπονήσεις.
Η φιλοτέχνιση του έργου πραγματοποιήθηκε αποκλειστικά με εν θερμώ παραδοσιακή σφυρηλάτηση.Το τελικό αποτέλεσμα αποτελεί ένα έργο τέχνης υψηλότατου επιπέδου δυσκολίας συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο την “Ηφαίστεια” παραδοσιακή μεταλλοτεχνία και την Πολυκλείτια σχολή αγαλματοποιϊας.