Πανοπλίες της Ύστερης Ελλαδικής Περιόδου / Μυκηναϊκές
Μυκηναϊκή Πανοπλία των Θηβών
14ος-13ος αιώνας π.Χ
Η πανοπλία ( ”χάλκεα έντεα”= χάλκινα άρματα) εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας, χρονολογείται στην Ύστερη Ελλαδική περίοδο III (14ος-13ος αιώνας π.Χ) και βρέθηκε στο σημαντικό Μυκηναϊκό Ανάκτορο των Θηβών (αποκαλούμενο και ως “Κάδμεια Ακρόπολη”) στο δωμάτιο της “Οπλοθήκης”.
Τμήματα του ανακτόρου, που ήταν διακοσμημένα με τοιχογραφίες, ανασκάφτηκαν από τον αρχαιολόγο Α. Κεραμόπουλο μεταξύ 1906 και 1929 και αργότερα εκ νέου μεταξύ 1963 και 1995 από αρχαιολόγους της Θ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασσικών Αρχαιοτήτων.
Οι επωμίδες είναι τα στοιχεία της πανοπλίας που διασώζονται σε καλή κατάσταση κάτι που δυστυχώς δεν συμβαίνει με τον κορμό της. Οι επωμίδες είναι σύνθετες, αποτελούνται από τρία τμήματα, το κεντρικό με ευμεγέθη κοίλη ανάπτυξη, μία οριζόντια ζώνη στο κάτω άκρο και ένα τριγωνικό επιστήθιο τμήμα που καλύπτει μέρος του άνω θώρακα.Τα επιμέρους τμήματα συνδέονταν μεταξύ τους με δερμάτινους ιμάντες παρόμοια όπως συμβαίνει και με τις αντίστοιχες επωμίδες της πανοπλίας των “Δενδρών”.
Η μορφή του κορμού θυμίζει ανάπτυγμα “βαρελιού” και αποτελείται από δύο τμήματα, το εμπρόσθιο και το οπίσθιο.Ως μηχανισμοί συγκράτησης των δύο ημιθωρακίων προτιμήθηκαν απλοϊκοί αλλά αποτελεσματικοί μηχανισμοί σχήματος “Π” που ασφαλίζουν με ξύλινες περόνες. Εσωτερικά φέρει μάλλινη και υφασμάτινη επένδυση.Σύμφωνα με την ζωγραφική αναπαράσταση των αρχαιολόγων στο κάτω μέρος του κορμού υπήρχαν δύο μπρούτζινες ζώνες που επικαλύπτονταν στο οριζόντιο επίπεδο και συγκρατούνταν μεταξύ τους με δερμάτινα κορδόνια. Η διάταξη αυτή επέτρεπε εκτός από την προστασία, την ανεμπόδιστη ευκινησία των μηρών.
Όλες οι άκρες των ελασμάτων των επωμίδων και των ζωνών διαθέτουν οπές για στερέωση δερμάτων με την βοήθεια λεπτών δερμάτινων κορδονιών. Ένα εξαίσιο δείγμα χαλκοπλαστικής που συνδυάζει εργονομία και μεγαλιθική Μυκηναϊκή αισθητική.